Στον Πτωχευτικό Κώδικα η μοναδική ελληνική βιομηχανία ζάχαρης;

Στον Πτωχευτικό Κώδικα  η μοναδική ελληνική βιομηχανία ζάχαρης;

Το τέλος εποχής φαίνεται να πλησιάζει για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ), τη μεγαλύτερη εγχώρια καθετοποιημένη αγροτική βιομηχανία, που στο απόγειό της είχε φτάσει να διαθέτει τέσσερα ζαχαρουργεία, ένα εργοστάσιο επεξεργασίας σπόρων, τρία κέντρα διανομής, ακόμα και μονάδα ηλεκτρομηχανολογικών κατασκευών, ενώ το 2000 απέκτησε και δύο μονάδες στη Σερβία.

Η ιστορική βιομηχανία φαίνεται να είναι ένα βήμα πριν από την κατάθεση αίτησης υπαγωγής στον Πτωχευτικό Κώδικα σε περίπτωση που δεν ευδοκιμήσει η ύστατη προσπάθεια εξεύρεσης επενδυτή, κάτι που φαίνεται ότι είναι το πλέον πιθανό. Έτσι, φαίνεται ότι η ΕΒΖ οδεύει προς ενεργοποίηση του σχεδίου της Τραπέζης Πειραιώς για την εξυγίανση της εταιρείας μέσω του άρθρου 106 του Πτωχευτικού Κώδικα.

Η Πειραιώς αποτελεί τον βασικό πιστωτή της EBZ (σ.σ.: δάνεια 160 εκατ. ευρώ πέρασαν στην Πειραιώς όταν απορρόφησε το «καλό» κομμάτι της ATEBank). Η διαδικασία για την υποβολή αίτησης στον πτωχευτικό κώδικα έχει λάβει και το πράσινο φως από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΒΖ με σχετική απόφασή του.

Καθώς οι προσπάθειες από την κυβέρνηση να εξευρεθεί κάποια άλλη λύση για την ΕΒΖ μέσω επενδυτικών funds και άλλων εταιρειών δεν προχώρησαν, η Πειραιώς θα κληθεί, εκτός απροόπτου, να αναλάβει εξ ολοκλήρου το κόστος εξυγίανσης και αναδιοργάνωσης της εταιρείας.

Ένα από τα σχέδια που επεξεργάζεται η διοίκηση της τράπεζας είναι η τριχοτόμηση της ΕΒΖ σε εταιρείες ειδικού σκοπού, που η κάθε μία θα περιλαμβάνει: τις σερβικές θυγατρικές, τις βιομηχανικές μονάδες στην Ελλάδα και την ακίνητη περιουσία της. Επίσης, βέβαιη εμφανίζεται να είναι η διαγραφή των χρεών της βιομηχανίας προς την Πειραιώς.

Υπενθυμίζεται πως για την παραγωγή ζάχαρης ο Όμιλος διαθέτει τρία εργοστάσια στην Ελλάδα (Πλατύ Ημαθίας, Σέρρες, Ορεστιάδα) και δύο στη Σερβία (AD Fabrika Secera Sajkaska Zabalj, AD Fabrica Secera Crvenka).

Σε ό,τι αφορά το προσωπικό της βιομηχανίας, η κυβέρνηση, μέσω τροπολογιών, έχει φροντίσει να καλύψει και τους 217 εργαζόμενους, ώστε αυτοί είτε να μεταταχθούν σε κενές θέσεις του Δημοσίου είτε να υπαχθούν σε προσυνταξιοδοτικά προγράμματα.

Τραγικά οικονομικά στοιχεία

Πάντως, τα αποτελέσματα που πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν για τη χρήση 2017-2018 (1η Ιουλίου 2017 έως 30ή Ιουνίου 2018) καταδεικνύουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η εταιρεία.

Οι συσσωρευμένες ζημιές ξεπέρασαν τα 260 εκατ. ευρώ, οι ληξιπρόθεσμες τραπεζικές δανειακές υποχρεώσεις στις 30.6.2018 ανέρχονταν στα 174 εκατ. ευρώ, τα ίδια κεφάλαια παραμένουν αρνητικά κατά 148 εκατ. ευρώ, το κόστος παραγωγής υπέρμετρα υψηλό, ενώ η μητρική εταιρεία λειτουργεί με υψηλό κόστος διοίκησης και διάθεσης, που οφείλεται κυρίως στις υψηλές ανελαστικές δαπάνες μισθοδοσίας προσωπικού.

Στη χρήση 2017 - 2018 οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 41% και διαμορφώθηκαν στα 104 εκατ. ευρώ, ενώ οι ζημίες προ φόρων έφθασαν τα 35 εκατ. ευρώ. Σημειωτέον ότι η μητρική εταιρεία παραμένει φορολογικά ανέλεγκτη από το 2011.

Τα αποτελέσματα αυτά είναι απόρροια όλων των πολιτικών που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την πολιτική των ποσοστώσεων και της συρρίκνωσης της αγροτικής παραγωγής. Όλα τα παραπάνω συνετέλεσαν στη διαρκή πτώση του τζίρου και τη σταδιακή επιδείνωση όλων των σημαντικών χρηματοοικονομικών δεικτών της εταιρείας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2015 έως και τον Ιούνιο του 2018 η εταιρεία παρουσίασε ζημίες ύψους 160 εκατ. ευρώ. Τα ετήσια δε έσοδα, από 80 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2015, συρρικνώθηκαν στα 19 εκατ. ευρώ. Μόνο στη χρήση του 2018 (Ιούλιος 2017 - Ιούνιος 2018) η εταιρεία είχε έσοδα 19,1 εκατ. ευρώ και κόστος πωλήσεων 36 εκατ. ευρώ.

Πώς έφτασε στο αδιέξοδο

Η ΕΒΖ, που ως γνωστόν δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία λευκής κρυσταλλικής ζάχαρης και των παραπροϊόντων της, είναι ο μοναδικός παραγωγός ζάχαρης στην Ελλάδα, που βασιζόταν όλα αυτά τα χρόνια στα άριστης ποιότητας ελληνικά ζαχαρότευτλα, τα οποία καλλιεργούνταν σε περιοχές όπως η Μακεδονία και χαρακτηρίζονταν από υψηλή απόδοση ζάχαρης.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η Ε.Ε. και οι τότε κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. αποδέχτηκαν πλήρως την πολιτική των ποσοστώσεων και των τελών συνυπευθυνότητας, που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση τον κλάδο. Η τότε ΕΟΚ και στη συνέχεια η Ε.Ε. επέβαλε το πόση ζάχαρη θα παράγει η Ελλάδα και το πόσο θα περικόπτεται η επιδότηση όταν η αγροτική παραγωγή ζαχαρότευτλων υπερέβαινε τα όρια.

Έτσι, το πλεόνασμα της παραγωγής δεν το έπαιρναν τα εργοστάσια, οι αγρότες υποχρεώνονταν να λάβουν μικρότερες ποσότητες σπόρων τις επόμενες χρονιές και, σε συνδυασμό με άλλα ανάλογου χαρακτήρα μέτρα, η παραγωγή ζάχαρης ήταν επόμενο να συρρικνώνεται χρόνο με τον χρόνο.

Η χρονιά όμως που σηματοδότησε το τελειωτικό χτύπημα στον εγχώριο κλάδο ζάχαρης ήταν το 2006, όταν οι υπουργοί Γεωργίας των χωρών της Ε.Ε. ενέκριναν τη ριζική μεταρρύθμιση του τομέα ζάχαρης με απώτερο στόχο η καλλιέργεια να περιοριστεί ουσιαστικά στη λωρίδα Λονδίνου - Πράγας.

Τότε αποφασίστηκε η κατά 36% περικοπή της εγγυημένης ελάχιστης τιμής της ζάχαρης (από 631,9 ευρώ ανά τόνο το 2006 - 2007 σε 404,4 ευρώ ανά τόνο από το 2009 - 2010) στην αποζημίωση των γεωργών και η δημιουργία του Ταμείου Αναδιάρθρωσης, με σκοπό τη χρηματική αποζημίωση των λιγότερο ανταγωνιστικών παραγωγών που θα επέλεγαν να διακόψουν τη δραστηριότητά τους.

Αυτό είχε αποτέλεσμα μέσα σε μία τριετία, μέχρι το 2009, η Ελλάδα να χάσει το 50,01% της εθνικής της ποσόστωσης, με συνέπεια αυτή να ανέλθει συνολικά στους 158.702 τόνους από 317.502 που ήταν αρχικά. Αυτή την περίοδο, με αντάλλαγμα 87 εκατ. ευρώ, η χώρα μας, από τα πέντε εργοστάσια ζάχαρης έκλεισε τα δύο (Λάρισα και Ξάνθη), με σκοπό δήθεν να μετατραπούν σε εργοστάσια παραγωγής βιοαιθανόλης. Έτσι, εκτός των άλλων, πάνω από 30.000 αγρότες και άλλοι εργαζόμενοι, ειδικά στην βόρεια Ελλάδα, έμειναν χωρίς δουλειά, αφού η καλλιέργεια από 400.000 στρέμματα το 2006 έπεσε στα 55.000 στρέμματα.

Όλα τα παραπάνω συνετέλεσαν στο να μετατραπεί η χώρα μας από σημαντικός παραγωγός σε αποκλειστικό εισαγωγέα ζάχαρης. Ειδικότερα, από 51,3 εκατ. ευρώ εισαγωγών ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο ή από τεύτλα και ζαχαρόζη χημικώς καθαρή το 2004 (εξαιρουμένων αυτών από τη Σερβία), η χώρα μας έφθασε το 2017 να πληρώσει για εισαγωγές 168,4 εκατ. ευρώ (χωρίς τη Σερβία).

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το 2012 που η εγχώρια παραγωγή δεν έπιασε καν τη μειωμένη τιμή ποσόστωσης (158.000 τόνοι), αφού καλλιεργήθηκαν λίγα στρέμματα, και η παραγωγή στα εργοστάσια σταμάτησε. Έτσι, για την κάλυψη των αναγκών σε ζάχαρη έγινε συμφωνία ανάμεσα σε γερμανική εταιρεία – που εκείνη την περίοδο ήταν στους υποψήφιους αγοραστές – και την ΕΒΖ.

 

topontiki

 

 

 

 

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα