Σαράντα δύο μέρες μετά την 23η Ιουλίου. Ετσι μετράει το φετινό καλοκαίρι. Απομακρυνόμαστε αλήθεια από την πυρκαγιά στο Μάτι και στον Νέο Βουτζά, που μετρά εκατόμβη νεκρών, και η ζωή ξαναβρίσκει το νήμα της; Κι αν ναι, το νήμα αυτό είναι συνέχεια του προηγούμενου ή άλλο, διαφορετικό, που μοιάζει με το προηγούμενο αλλά δεν είναι το ίδιο;
Η καταστροφή έχει εγγραφεί στη μνήμη μας, έχει επιδράσει και θα επιδρά διαρκώς, ορατά ή αόρατα. Προφανώς και δεν θα σημάνει «κοσμικές» αλλαγές μια και οι αλλαγές θέλουν χρόνο, υποστήριξη, βούληση, σύνθεση. Αλλά η συνθήκη της τραγωδίας και ο αριθμός των θυμάτων δεν απορροφώνται ούτε προσπερνώνται. Το Μάτι είναι κομβικό σημείο και πολυσήμαντο. Και καθώς η αδιανόητη επικοινωνιακή διαχείριση της κυβέρνησης βάθυνε το ρήγμα και το τραύμα, η αιμορραγία θα είναι συνεχής έστω κι αν δεν έχει τη σφοδρότητα των πρώτων ημερών.
Πώς ξημερώνει η επόμενη μέρα για όσους επέζησαν; Είναι το ερώτημα που επαναλαμβάνω μονότονα είτε προς τρίτους είτε προς τον εαυτό μου, σχεδόν καθημερινά. Οσο κι αν οι στενοί συγγενείς μου που ανήκουν στους πυρόπληκτους –το σπίτι τους στον Βουτζά κάηκε ολοσχερώς– ακούγονται δυνατοί και αισιόδοξοι, δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς θα υπερβούν την απώλεια στην έβδομη, κοντά όγδοη, δεκαετία της ζωής τους. «Εμείς είμαστε καλά. Και έχουμε και εναλλακτική λύση για τη στέγασή μας. Τι να πουν όσοι άνθρωποι έχασαν δικούς τους ή δεν έχουν πού να μείνουν;», μου λένε σε κάθε επικοινωνία μας. Ετσι είναι.
Θρήνος στο μνημόσυνο για τα θύματα της πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική
Η καθημερινότητά τους, γεμάτη από τα πρακτικά προβλήματα της μετεγκατάστασής τους, χρειάζεται έναν σχεδόν εξαρχής εξοπλισμό. Από ρούχα μέχρι σκεύη. Και οι οικογενειακές φωτογραφίες, τα δεκάδες βιβλία τους, τα cd τους; Εδώ, τα πράγματα δυσκολεύουν λίγο. «...Ηταν μέρος μας. Μας εκπροσωπούσαν». Και η φθορά, σκέφτομαι, είναι δομικό υλικό της ζωής μας. Τα διαβασμένα, τσακισμένα και σημειωμένα βιβλία, τα χιλιοπαιγμένα cd, τα φωτογραφικά άλμπουμ που επανασυγκολλούν και επαναφορτίζουν τη μνήμη. Πώς πορεύεσαι χωρίς αυτά; «Είμαστε ζωντανοί. Εμείς, τα παιδιά μας, τα κατοικίδιά μας», επαναλαμβάνουν.
Υπάρχει όμως και κάτι στο οποίο αναφέρονται από την πρώτη στιγμή: ένα κόκκινο χαλάκι που το είχαν στον τοίχο. Το έφεραν οι γονείς από την καταστροφή της Σμύρνης. Το είχαν μαζί τους στο καράβι που επιβιβάστηκαν και πάνω σε αυτό πέρασαν όλο το ταξίδι τους ως την Ελλάδα. Κειμήλιο, κρίκος σε μια αλυσίδα οικογενειακή, μια ιστορία από μόνο του; Οπως και να ονομάσει κανείς το κόκκινο χαλάκι, δεν υπάρχει πια. Κάηκε την 23η Ιουλίου του 2018. Σχεδόν έναν αιώνα μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης, το χαλάκι χάθηκε σε μια άλλη πυρκαγιά.
Ο,τι ανασύρεται σχεδόν ανέπαφο από τις στάχτες πολλαπλασιάζει τη (συναισθηματική) αξία του: ασημένια στέφανα ενός γάμου, πορσελάνινα πιάτα από το σερβίτσιο της μαμάς, ένα μικρό γλυπτό... Αυτό που ανακαλύπτεις στα συντρίμμια χωρίς να έχει σημάδια καταστροφής, μοιάζει με υπόσχεση μιας νέας ζωής.
Οι ιστορίες που συνεχίζουν να ακούγονται, οι αφηγήσεις που καταγράφονται από εκείνη τη μέρα του φετινού Ιουλίου, δεν έχουν τέλος. Κάθε τόσο η διαδρομή ενός ανθρώπου μέσα στο πύρινο μέτωπο, που έσπευσε να βοηθήσει τους δικούς του, το συγκλονιστικό αίσθημα του αβοήθητου (όταν «η απουσία του κράτους» υπερβαίνει κάθε καταγγελία), η αγωνία για τους αγνοούμενους που κράτησε μέρες, η αποστομωτική μετάθεση ευθυνών των αρμόδιων αρχών, το σκοτάδι και ο καπνός. «Τόσο πυκνό σκοτάδι» είναι ίσως ο κοινός τόπος των εκατοντάδων αφηγήσεων, όσων δημοσιοποιήθηκαν κι όσων πρόκειται να δημοσιοποιηθούν στο μέλλον. Γιατί το Μάτι και ο Βουτζάς δεν θα «κλείσουν» ούτε με τις κατεδαφίσεις ούτε με τις αναδασώσεις· ούτε θα απαλυνθούν με τελετές μνήμης. Και, οπωσδήποτε, δεν θα επουλωθούν από τις δήθεν κυβερνητικές παροχές.
Η καταστροφή θα παίρνει κάθε φορά το σχήμα των ιστοριών που θα αναπαράγονται. Θα έχει το δικό τους μέγεθος και φορτίο. Η μνήμη θα παραμένει νωπή όσα χρόνια ζουν οι άνθρωποι που τη βίωσαν. Μεγάλοι, νέοι, μεσήλικες, παιδιά, θα μιλούν, θα ζωγραφίζουν, θα γράφουν, θα αναρτούν, θα (ανα)συνθέτουν, τις πολλές όψεις αυτής της τραγωδίας. Ολο και κάποιο «χαλάκι» που θα έχει διασωθεί θα θυμίζει, δεκαετίες μετά, το ταξίδι της ζωής μέσα στον θάνατο.