Σεισμοί: Oι κίνδυνοι για τη χώρα

Σεισμοί: Oι κίνδυνοι για τη χώρα

Η φοβερή πυρκαγιά με τα τραγικά αποτελέσματα στο Μάτι επανέφερε στο προσκήνιο τους προβληματισμούς για τις φυσικές καταστροφές στη χώρα μας και την αντιμετώπισή τους. Διαχρονικά ο περισσότερο σημαντικός τύπος φυσικής καταστροφής στην Ελλάδα είναι ο σεισμός. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε μακρινά ιστορικά δεδομένα, αρκεί να κοιτάξουμε στο πρόσφατο παρελθόν.

Στα μεταπολεμικά χρόνια οι πιο πολύνεκρες φυσικές καταστροφές προήλθαν από τους σεισμούς στα Ιόνια νησιά τον Αύγουστο του 1953 με περίπου 480 θύματα στην Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη και από τον σεισμό της Πάρνηθας, που έπληξε τα δυτικά προάστια της Αθήνας στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999 με 143 ανθρώπινα θύματα. Αυτός ο σεισμός, αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους (5,9 στην κλίμακα Ρίχτερ) προκάλεσε και τη μεγαλύτερη οικονομική ζημιά που έχει προκληθεί ποτέ από σεισμό στη σύγχρονη ιστορία της χώρας: περίπου 3,5 δισ. δολάρια.

Δεκαεννέα χρόνια μετά τον σεισμό του 1999 είναι ώρα να κάνουμε έναν απολογισμό και να δούμε κατά πόσο ο σεισμικός κίνδυνος αποτελεί πρόβλημα για τη χώρα. Στα χρόνια που πέρασαν έγιναν αρκετοί ισχυροί σεισμοί, αλλά λίγοι τους θυμούνται.

Ποιος, άραγε, θυμάται τον μεγάλο σεισμό, μεγέθους 6,9, που έγινε στο Βόρειο Αιγαίο στις 24 Μαΐου 2014; Σχεδόν κανείς, για τον απλούστατο λόγο ότι έγινε στην ανοιχτή θάλασσα και δεν προκάλεσε βλάβες και θύματα. Μερικοί θυμούνται ακόμη τον περσινό σεισμό μεγέθους 6,6 στην Κω (21.7.2017), που σκότωσε δύο άτυχους τουρίστες, προκάλεσε μερικές βλάβες στην πόλη και ένα μικρό τοπικό τσουνάμι, αλλά και αυτός ξεχνιέται σιγά - σιγά.

Επειδή από το 1999 μέχρι τώρα πρακτικά δεν είχαμε έντονα βλαπτικούς και θανατηφόρους σεισμούς, όπως στο παρελθόν, μερικοί εμφανίζονται να πιστεύουν ότι έχουμε σχεδόν λύσει το πρόβλημα των σεισμών στη χώρα επειδή οι κατασκευές είναι πλέον γερές.

Μα και πριν από το 1999 λεγόντουσαν τα ίδια. Ο αντισεισμικός κανονισμός πρακτικά ήταν και τότε ο ίδιος, μόνο μερικές τροποποιήσεις έγιναν έκτοτε. Αν προσθέσουμε τα αυθαίρετα, τις κακοτεχνίες αλλά και τη γήρανση των ίδιων των κτηρίων, τότε θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στις εκτιμήσεις μας. Εξάλλου το μεγαλύτερο ποσοστό κατοικιών σε όλη τη χώρα είναι ακόμη παλιά κτίσματα χωρίς αντισεισμικό κανονισμό.

Ανησυχητικά συμπεράσματα

Η εμπειρία έχει δείξει ότι στην Ελλάδα οι πολύ μεγάλοι σεισμοί, μεγέθους πάνω από 7 Ρίχτερ, γίνονται σε αραιά διαστήματα. Οι πιο συχνοί βλαβεροί και θανατηφόροι σεισμοί έχουν μεγέθη μεταξύ 6 και 7. Ιδιαίτερα όταν βρίσκονται κοντά σε μεγάλα αστικά κέντρα. Σεισμοί αυτού του μεγέθους επαναλαμβάνονται με συχνότητα περίπου ένας κάθε χρόνο κατά μέσον όρο. Αλλά οι περισσότεροι έχουν επίκεντρα στην ανοιχτή θάλασσα και περνούν χωρίς αρνητικές συνέπειες. Τα πράγματα γίνονται πιο δυσμενή με τους σεισμούς που έχουν τις εστίες τους κοντά σε μεγάλες πόλεις και άλλα αστικά κέντρα, κυρίως στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας.

Ας δούμε τα αναντίρρητα στοιχεία με τους μεταπολεμικούς σεισμούς που έγιναν στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας, με μέγεθος από 6 έως 7 Ρίχτερ, και το πλήθος των ανθρώπων που σκοτώθηκαν:

● Θεσσαλία 1954-1955: Τρεις σεισμοί (27 θάνατοι).

● Αιτωλία - Ακαρνανία 1965-1966 (8).

● Αρκαδία 1965-1966 (18).

● Άρτα 1967 (9).

● Θεσσαλονίκη 1978 (48).

● Αλκυονίδες - Κορινθιακός - Αττική 1981 (20).

● Καλαμάτα 1986 (20).

● Αίγιο 1995 (26).

● Πάρνηθα - Αθήνα 1999 (143).

Όλοι οι προηγούμενοι σεισμοί, εκτός από πολύνεκροι, υπήρξαν και εξαιρετικά βλαβεροί. Μόνο δύο σεισμοί ήταν βλαβεροί αλλά όχι θανατηφόροι. Το 1980 στον Αλμυρό Μαγνησίας και το 1995 σε Κοζάνη - Γρεβενά. Αλλά ο κανόνας παραμένει.

Από τα παραπάνω συνοπτικά στοιχεία προκύπτουν μερικά πολύ σημαντικά και, δυστυχώς, ανησυχητικά συμπεράσματα.

● Το πρώτο είναι ότι στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας οι βλαβεροί σεισμοί που γίνονται κοντά σε αστικά κέντρα ή και μεγάλες πόλεις επαναλαμβάνονται αρκετά συχνά, περίπου κάθε 8-10 χρόνια.

● Το δεύτερο είναι ότι, κατά κανόνα, αυτοί οι σεισμοί προκαλούν όχι μόνο εκτεταμένες βλάβες, αλλά και θανάτους ανθρώπων.

● Το τρίτο είναι ότι ο τελευταίος σεισμός αυτού του είδους έγινε το 1999, δηλαδή πριν από 19 χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι βρισκόμαστε πλέον πολύ έξω από τη μέση στατιστική.

Αύξηση της τρωτότητας

Το παράδειγμα αυτού του τελευταίου σεισμού δείχνει και ένα ακόμη αρνητικό στοιχείο. Ενώ στους προηγούμενους σεισμούς το πλήθος των ανθρώπων που σκοτώθηκαν ήταν χαμηλό, με τον σεισμό του 1999 το πλήθος αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Η εξήγηση είναι ότι ο σεισμός έπληξε μία πυκνοδομημένη και πυκνοκατοικημένη περιοχή στα δυτικά προάστια της Αθήνας, δηλαδή περιοχή εξαιρετικά τρωτή στον σεισμικό κίνδυνο.

Δυστυχώς, με την πάροδο των χρόνων και σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας η σεισμική τρωτότητα αυξάνεται διαρκώς, λόγω αύξησης της πυκνότητας δόμησης και της συγκέντρωσης δραστηριοτήτων αλλά και των οικιστικών επεκτάσεων, συχνά σε ακατάλληλα εδάφη και με αυθαίρετο τρόπο. Συνεπώς, αν η τρωτότητα σήμερα έχει μειωθεί σε σχέση με την τρωτότητα, π.χ., της δεκαετίας του 1950 λόγω της δόμησης αντισεισμικών κατασκευών, από την άλλη μεριά η σεισμική τρωτότητα έχει αυξηθεί λόγω των άλλων αρνητικών παραγόντων.

Από τα παραπάνω συμπεράσματα αντιλαμβανόμαστε ότι η πιθανότητα για τη γένεση ισχυρού καταστροφικού σεισμού στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας, κοντά σε αστικά κέντρα με υψηλή σεισμική τρωτότητα, έχει πλέον μεγαλώσει πολύ. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πού ακριβώς θα συμβεί αυτό και ποιο αστικό κέντρο θα είναι το πλησιέστερο στις σεισμικές εστίες. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει όλο το σύστημα πολιτικής και αντισεισμικής προστασίας της χώρας σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο να είναι προετοιμασμένο για το ενδεχόμενο αυτό.

Στο μετασεισμικό στάδιο οι υπηρεσίες του υπουργείου Υποδομών κάνουν καλή δουλειά με τους χαρακτηρισμούς των κτηρίων σε πράσινο, κίτρινο, κόκκινο. Αυτή η δράση έχει μεγάλη κοινωνική σημασία διότι καθοδηγεί τους πολίτες στο ποιος μπαίνει ή όχι στο σπίτι του μετά τον σεισμό. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται να γίνουν εντατικότερα βήματα και στο προσεισμικό στάδιο, στον τομέα της προετοιμασίας, της πρόληψης και της οργάνωσης. Η χώρα δεν έχει περιθώριο για άλλες ολιγωρίες.

 * Ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος είναι διευθυντής Ερευνών Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και πρόεδρος Συστήματος της UNESCO για Προειδοποίηση για Τσουνάμι στον ΒΑ Ατλαντικό και τη Μεσόγειο

topontiki.

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα