Επί 40 χρόνια η Εφη Αλεξάκη και ο Λέοναρντ Ζανιζέβσκι γύρισαν με ένα Toyota Corolla ολόκληρη την Αυστραλία για να καταγράψουν μία μία τις αφηγήσεις των Ελλήνων μεταναστών και να συνθέσουν το μεγάλο παζλ ενός άγνωστου διηγήματος.
Όπως διαβάζουμε στο αφιέρωμα της kathimerini.gr, όταν η Eφη Αλεξάκη συνάντησε τον Λέοναρντ Ζανιζέβσκι ήταν ακόμη φοιτητές ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Εκείνη Ελληνοαυστραλή ένιωθε την ανάγκη να εξερευνήσει την ιστορία των προγόνων της, εκείνος από Μαλτέζα μητέρα, αλλά και με σουηδική, πολωνική, και γερμανική καταγωγή ήθελε να αφοσιωθεί σε μια μεγάλη έρευνα. Κάπως έτσι ξεκίνησε ένα μεγάλο όραμα, μια καταγραφή της ιστορίας των Ελληνοαυστραλών, η οποία για πρώτη φορά έδωσε τη συνολική εικόνα της μεγάλης μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αυστραλία. Επί σαράντα χρόνια η Εφη και ο Λέοναρντ, ζευγάρι στη δουλειά αλλά και στη ζωή, γύρισαν με ένα Toyota Corolla ολόκληρη την Αυστραλία για να καταγράψουν μία μία τις αφηγήσεις των Ελλήνων μεταναστών και να συνθέσουν το μεγάλο παζλ ενός άγνωστου διηγήματος.
Το ζευγάρι κατόρθωσε να τεκμηριώσει μια ιστορία πολύ μεγαλύτερη και διαφορετική από το στερεότυπο του Ελληνα μετανάστη στην Αυστραλία, που ήταν αυτό του ιδιοκτήτη καφέ.
Hταν δύσκολο να συγχρονιστώ με την Eφη λόγω της μεγάλης διαφορά ώρας με το Σίδνεϊ, εννέα ώρες μπροστά από την Ελλάδα. Μου είχε μιλήσει για εκείνη ο Νικ, ένας Ελληνοαυστραλός φίλος μου σκηνοθέτης, και όταν αντίκρισα τα βιβλία της και το εύρος της δουλειάς τόσο αυτής, όσο και του συντρόφου της Λέοναρντ, πραγματικά έμεινα άφωνη. «Να με φωνάζεις Eφη» με το μικρό μου όνομα επιμένει, για να μου εξηγήσει πως για όλους είναι «η Eφη και ο Λέοναρντ», το ερωτευμένο ζευγάρι που έχει γνωρίσει κάθε Eλληνα της Αυστραλίας. «Αυτές τις μέρες είμαι πολύ απασχολημένη» είναι τα πρώτα της λόγια. «Φωτογραφίζω χριστουγεννιάτικες γιορτές, με οικογένειες, τραπεζώματα, φαγητά, και πολλή φασαρία» εξομολογείται με τον ενθουσιασμό μικρού κοριτσιού. Η στενή επαφή με τους ανθρώπους είναι άλλωστε αυτό που έστεψε αυτό το πολύ δύσκολο εγχείρημα με επιτυχία.
«Μέσα σε μια χρονιά οδηγήσαμε 40.000 χιλιόμετρα. Πηγαίναμε σε μικρές επαρχιακές πόλεις, και η μία συνέντευξη μάς οδηγούσε στην άλλη».
«Οι γονείς μου ήρθαν τη δεκαετία του 1950. Eτσι, μεγαλώνοντας, ποτέ δεν μάθαμε για εκείνη την πρώιμη ελληνική ιστορία. Με αυτό το ιστορικό υπόβαθρο και το ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία, αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με τον Λέοναρντ για να τεκμηριώσουμε την συνεισφορά των Ελλήνων στην αυστραλιανή ιστορία. Και ήμασταν νέοι τότε, ήμασταν 22 χρονών. Μέσα σε μια χρονιά οδηγήσαμε 40.000 χιλιόμετρα. Πηγαίναμε σε μικρές επαρχιακές πόλεις, και η μία συνέντευξη μας οδηγούσε στην άλλη. Μερικές φορές έβλεπες ένα μαγαζί και ήταν προφανές ότι ήταν Ελληνες αυτοί που το είχαν. Και δεν θέλαμε το στερεότυπο μόνο των μαγαζιών, των καφενείων. Ψάχναμε γιατρούς, κηπουρούς, και τους βρήκαμε».
Τα τελευταία 40 χρόνια το ζευγάρι γύρισε όλη την Αυστραλία. Εβγαλαν φωτογραφίες, κατέγραψαν προφορικές ιστορίες και πήραν συνεντεύξεις από Ελληνοαυστραλούς, αλλά και από τις οικογένειες που άφησαν πίσω στην Ελλάδα. Εγραψαν βιβλία, ακαδημαϊκές εκδόσεις και στο τέλος εξέθεσαν τη δουλειά τους. Το ζευγάρι κατόρθωσε να τεκμηριώσει μια ιστορία Ελληνοαυστραλών που είναι πολύ μεγαλύτερη και πολύ διαφορετική από το στερεότυπο του Ελληνα μετανάστη στην Αυστραλία, που ήταν αυτό του ιδιοκτήτη καφέ. Ωστόσο στο βιβλίο τους «Greek Cafes and Milk Bars of Australia» κάλυψαν και αυτό το μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού αφηγήματος. Στις σελίδες του φιγουράρουν σχεδόν όλα τα ελληνικά milk bars της Αυστραλίας, που όμως, όπως λέει η Εφη, δεν είχαν και τόσο ελληνικό χαρακτήρα.
Η ιστορία πίσω από 4.000 milk bars
«Οι Αυστραλοί ιστορικοί κοιτάζουν τη Μεγάλη Βρετανία σαν όλη μας η επιρροή στην ιστορία να προέρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία. Οταν όμως ταξιδεύαμε σε όλη τη χώρα, παρατηρήσαμε ότι αυτά τα ελληνικά καφέ ονομάζονταν “Niagara”, “New York”, “Bad American”. Αυτό έχει εξήγηση. Πολλοί Eλληνες κατέληξαν στην Αυστραλία, αλλά η πρώτη τους επιλογή ήταν συχνά η Αμερική. Και μόλις η Αμερική έκλεισε τα σύνορά της, ήρθαν στην Αυστραλία και πολλοί από αυτούς είχαν συγγενείς στην Αμερική και επηρεάστηκαν από τα dinners. Eτσι, αυτά τα Greek Cafes δεν σέρβιραν ελληνικό φαγητό, αλλά μπριζόλα και αυγά. Αλλά και το στιλ τους, το οποίο ήταν Αrt Deco, είναι βαθιά επηρεασμένο από την Αμερική. Κάποιοι από αυτούς επίσης δούλεψαν εκεί και έπειτα ήρθαν στην Αυστραλία. Και εισήγαγαν μέχρι και τη σοκολάτα αμερικανικού τύπου, ενώ η aυστραλέζικη ήταν πικρή καθώς ήταν από χαρούπι. Εισήγαγαν ως και την rock ‘n’ roll μουσική στη χώρα».
Ωστόσο δεν ήταν όλοι οι Ελληνες που ήρθαν στην Αυστραλία ιδιοκτήτες milk bar. Οι πρώτοι Ελληνες που έφτασαν στην Αυστραλία ήταν επτά ναυτικοί, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για πειρατεία από τους Βρετανούς και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Εφθασαν στο Νόρφολκ το 1829. Πέντε από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα αφού τους δόθηκε χάρη. Ηταν οι Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανώλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και Κωνσταντίνος Στρόμπολης. To μεγάλο επόμενο μεγάλο κύμα ήταν εκείνοι που ήρθαν για τον «πυρετό του χρυσού» και έμειναν για άλλες ευκαιρίες. Ηταν τόσοι πολλοί αυτοί που μετανάστευσαν που μια περιοχή του Hill End ήταν γνωστή ως Greektown. Τους κατοίκους τους φρόντιζε ο δόκτωρ Περικλής, ο δεύτερος γιατρός που μετανάστευσε. Αλλοι πάλι έφεραν ελληνικές σουλτανίνες για να τις καλλιεργήσουν στη Μιλντούρα. Στο Κουίνσλαντ, οι Ελληνες δούλευαν στα ζαχαροκάλαμα και κατέληξαν να ελέγχουν όλη τη βιομηχανία. Υπήρχαν και αυτοί καλλιεργούσαν ρύζι, βαμβάκι και είχαν βοοειδή και πρόβατα.
Η ιστορία της οικογένειας της Εφης, με καταγωγή από το χωριό Συκιά κοντά στη Μονεμβασιά, είναι και αυτή μια κλασική ελληνική ιστορία μετανάστευσης. «Ο πατέρας μου, ο Σπύρος, ήταν το μεγαλύτερο από εννέα παιδιά. Το 1954 η αυστραλιανή κυβέρνηση προσκάλεσε Ελληνες για να βοηθήσουν στην οικοδόμηση του έθνους. Και τον έστειλαν να δουλέψει στα χωράφια με ζαχαροκάλαμο στο Κουίνσλαντ. Σκέφτηκαν, “είναι αγρότες, ξέρουν πώς να καλλιεργούν τις ελιές, θα ξέρουν και το ζαχαροκάλαμο”. Αλλά ήταν πολύ σκληρή δουλειά. Δεν άντεξε. Μετά τον έστειλαν σε εργοστάσιο. Στο τέλος των δύο ετών παραμονής, τους δόθηκε η ευκαιρία να μείνουν.
Ο πατέρας μου ήθελε να παντρευτεί. Και έτσι έγραψε στον πατέρα του και έκανε πρόταση σε μια κοπέλα από το χωριό. Ετσι, η μητέρα μου, η Μαρία, βρέθηκε επιβάτης σε ένα από αυτά που αποκαλούσαν νυφικά καράβια. Ηταν ένας τρόπος της κυβέρνησης να κρατήσει τους ανθρώπους εδώ. Εδωσαν κίνητρα να φέρουν Ελληνίδα νύφη ή και ελληνικό κρασί.
Μετά ο πατέρας μου άνοιξε ένα Fish and Chips shop στο Πάντστοου, ένα προάστιο του Σίδνεϊ. Μικρή βοηθούσα και εγώ στο μαγαζί. Νομίζω πως με τη δουλειά τους οι γονείς μας έθεσαν τη βάση για μια νέα γενιά Ελληνοαυστραλών. Κατορθώσαμε και γίναμε κάτι, μορφωθήκαμε χάρη σε αυτά τα μαγαζιά που έχτισαν».
Aλλωστε όταν η Eφη μεγάλωνε, υπήρχε ακόμη ρατσισμός στην Αυστραλία. Οι Eλληνες ήταν «ξένοι» και «υποδεέστεροι». «Η Αυστραλία είναι γνωστή ως μια πολύ πολυπολιτισμική χώρα. Αλλά μεγαλώνοντας εδώ υπήρχε ρατσισμός. Και λόγω της γλώσσας, και των επαγγελμάτων. Υπήρχαν τόσα στερεότυπα. Γίνονταν τσακωμοί. Διακρίσεις. Υπήρχε γκέτο. Αυτό θέλαμε να καταρρίψουμε με τη δουλειά μας. Και νομίζω πως το καταφέραμε. Για αυτό και πάντα η δουλειά μας απευθυνόταν στους Αυστραλούς. Δεν θέλαμε να ακούμε άλλο πως οι Ελληνες είναι απλώς μια υποσημείωση στην κύρια ιστορία της Αυστραλίας.
Εχουμε ένα τεράστιο αρχείο και έχουμε μια καταρχήν συμφωνία με την Κρατική Βιβλιοθήκη της Νέας Νότιας Ουαλίας ώστε το αρχείο μας να μεταφερθεί τελικά σε ένα ίδρυμα. Με αυτόν τον τρόπο οι μελλοντικοί ιστορικοί και ερευνητές μπορούν να έχουν πρόσβαση.
Προσπαθούσαμε ανέκαθεν να εκθέτουμε τη δουλειά μας σε μέινστριμ χώρους, όπως κοινοτικές αίθουσες και βιβλιοθήκες, σε χώρους όπου πηγαίνουν οι Αυστραλοί και όχι σε ελληνικές εκδηλώσεις. Η ιστορία μας δεν είναι ελληνική, είναι αυστραλιανή».
Χωριά-φαντάσματα
Εκτός από το ταξίδι στην Αυστραλία, η Εφη και ο Λέοναρντ ταξίδεψαν και στην Ελλάδα στα μέρη από όπου έφυγαν οι μετανάστες. Ανακάλυψαν ερημωμένα χωριά και εγκαταλελειμμένα σπίτια. «Πολλά από αυτά είχαν ακόμη προσωπικά αντικείμενα μέσα, πολλοί έφυγαν και πίστευαν πως θα επιστρέψουν μια μέρα. Αλλοι ήταν σε λίμπο, ανάμεσα σε δύο χώρες».
«Το 1995 μείναμε στο Καστελλόριζο, και υπήρχε ένας ολόκληρος δρόμος με σπίτια που είχαν εγκαταλειφθεί. Μέσα υπήρχαν γράμματα και φωτογραφίες, πράγματα που είχαν σταλεί από την Αυστραλία, από τη Νότια Αφρική, από τον Καναδά, από την Αμερική. Αυτά τα σπίτια άρχισαν να καταρρέουν. Δεν γύρισε ποτέ κανείς για να τα φτιάξει. Και αυτά τα σπίτια τα κάναμε ένα βιβλίο με τίτλο, “Images of Home”, στα ελληνικά “Μαύρη Ξενιτιά”.
Σε μερικά από αυτά τα νησιά, στο Καστελλόριζο, στην Ιθάκη, στα Κύθηρα, ανακαλύψαμε σπίτια που ήταν σαν μικρά μουσεία. Μερικά από αυτά έχουν σήμερα καταρρεύσει ολοσχερώς. Χωριά-φαντάσματα. Αυτό ήταν τη δεκαετία του ογδόντα και στις αρχές του ενενήντα. Νομίζω σήμερα πλέον με την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, Γερμανοί άρχισαν να αγοράζουν κάποια από αυτά τα σπίτια. Και να αναζητούν τους ιδιοκτήτες».
«Φυσικά έχω και εγώ ένα χωριό, στη Λακωνία. Το χωριό Συκιά, κοντά στη Μονεμβασία. Είναι ένα μικρό χωριό που έχει μεταναστεύσει. Από την πλευρά της μητέρας μου, πολλοί πήγαν στον Καναδά και στην Αμερική για δουλειά. Και από την πλευρά του πατέρα μου, οι περισσότεροι ήρθαν εδώ. Ενα από τα μικρότερα αδέρφια έμεινε για να φροντίσει τα οικόπεδα της οικογένειας στην Ελλάδα. Δύο από τις αδερφές έμειναν επίσης στην Αθήνα γιατί είχαν παντρευτεί από πριν. Ετσι έξι από αυτούς κατέληξαν στην Αυστραλία. Και δυστυχώς, κάναμε πρόσφατα την τελευταία κηδεία του τελευταίου θείου μου, του Μπιλ. Λοιπόν αυτή η γενιά τώρα φεύγει. Αυτοί ενστάλαξαν την αίσθηση της οικογένειας. Ενστάλαξαν μια ισχυρή εργασιακή ηθική. Ξέρετε, οι Ελληνες τείνουν να εργάζονται πολύ σκληρά για να φτιάξουν τη ζωή τους, ειδικά σε μια ξένη χώρα. Το μικρό χωριό δεν μπορούσε να τους συντηρήσει».
Στο ταξίδι τους αυτό το ζευγάρι άκουσε πολλές ιστορίες, άλλες ευχάριστες και άλλες θλιβερές.
«Μερικές τρομερές ιστορίες σε κάνουν να νιώθεις συναισθηματικά στραγγισμένος. Αλλες μας κάνουν να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Mια από τις πιο σπαρακτικές ιστορίες ήταν όταν ταξιδεύαμε νέοι. Συναντήσαμε μια γυναίκα, ήταν από τα Καλάβρυτα, και δεν ξέραμε πολλά για το χωριό αυτό εκείνη την εποχή. Ζούσε σε μια μικρή πόλη κοντά στην Καμπέρα και είχε ένα μικρό κατάστημα. Υπήρχαν μόνον 200 άτομα στην πόλη αυτή. Και μας διηγήθηκε την ιστορία της, πώς οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα της και εκείνη τριγυρνούσε σε όλο το χωριό μέρες αναζητώντας το πτώμα του. Μας συγκλόνισε η αφήγησή της».
Ενα κολάζ από πολιτισμούς
Αμέτρητες είναι οι ανθρώπινες ιστορίες που συλλέχθηκαν με τα χρόνια. Αμέτρητες και οι σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας που χτίστηκαν. Αλλά το έργο της Εφης και του Λέοναρντ δεν παύει εδώ. Ανάμεσα στα σχέδιά τους είναι να επιστρέψουν στους Ελληνοαυστραλούς που συνάντησαν και να δουν τι κάνουν σήμερα.
Στα σκαριά είναι και ένα νέο εγχείρημα, το οποίο ονομάζεται «Binding Threads» και μελετά την ελληνική εθνική φορεσιά. «Σε αυτό το πρότζεκτ την ελληνική φορεσιά τη φορούν Ελληνες αλλά και αυτόχθονες, και Βιετναμέζοι και άτομα από άλλες εθνικότητες. Τα στερεότυπα και η κατάρριψη των φραγμών είναι κάτι που με απασχολούσε πάντοτε. Φωτογραφίζω ένα αγόρι που έχει Βιετναμέζα μητέρα και Ελληνα πατέρα, δίδυμα κορίτσια που έχουν Κύπρια μητέρα και ιθαγενή πατέρα και άλλα διαφυλετικά παιδιά. Μέσα από αυτό το νέο πρότζεκτ εξετάζουμε τη διαφορετικότητα για να εξηγήσουμε ποια είναι η καρδιά της Αυστραλίας. Ενα κολάζ από πολιτισμούς».