Τι σημαίνει η αύξηση του πληθωρισμού πάνω από 5% τον Ιούνιο;

Τι σημαίνει η αύξηση του πληθωρισμού πάνω από 5% τον Ιούνιο για τον Ελληνα καταναλωτή, δανειολήπτη και καταθέτη; Καταρχήν μείωση της αγοραστικής δύναμης που μεταφράζεται, σύμφωνα με υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομίας, σε επιβάρυνση περίπου 1.500 ευρώ το χρόνο ανά μέσο μισθωτό.

Υπάρχουν, όμως και τα καλά νέα. Ο πληθωρισμός σήμερα «πληρώνει» τη δόση του στεγαστικού δανείου και μισή σχεδόν δόση όσων έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο. Και η αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ στο 4,25% (από 4%) από την ΕΚΤ επί της ουσίας δεν κάνει διαφορά. Διότι ήδη τα επιτόκια στη διατραπεζική αγορά που επηρεάζουν το πραγματικό κόστος χρήματος για επιχειρήσεις, τράπεζες και δανειολήπτες είναι εδώ και καιρό κοντά στο 5%.

Μετά την απόφαση της ΕΚΤ τα διατραπεζικά επιτόκια κινήθηκαν, μάλιστα, οριακά χαμηλότερα. Ωστόσο, το κόστος για τον προϋπολογισμό αναμένεται να επιβαρυνθεί φέτος κατά 300 εκατ. ευρώ από την τελευταία αύξηση καθώς ενισχύθηκε το «επίπεδο βάσης» υπολογισμού για τα τοκοχρεολύσια.

Τα κακά νέα είναι ότι οι καταθέτες - ακόμη και με μεγάλα ποσά που έχουν τη δυνατότητα για υψηλότοκες προθεσμιακές καταθέσεις -με δυσκολία αποφεύγουν το ροκάνισμα από τον πληθωρισμό. Ούτε αναμένονται μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσων λόγω της απόφασης της ΕΚΤ. Οι προθεσμιακές καταθέσεις θα προσφέρουν αυξημένα επιτόκια όσο θα υπάρχει στενότητα ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά. Και από ό,τι φαίνεται αυτή τη στιγμή, υπάρχει στενότητα.

Το «κλειδί» βρίσκεται πίσω από τα πραγματικά επιτόκια. Για πρώτη φορά, από το 2000, το πραγματικό επιτόκιο για τον δανειολήπτη στεγαστικού δανείου είναι μηδενικό ή αρνητικό. Και αυτό διότι ο πληθωρισμός κυμαίνεται πάνω από το 5%, ενώ το μέσο επιτόκιο για στεγαστικά δάνεια αυτή τη στιγμή με τις επιβαρύνσεις βρίσκονται περίπου σε αυτό το επίπεδο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο δανειολήπτης στεγαστικού δανείου σήμερα πληρώνει ό,τι θα έχανε από την απαξίωση του χρήματος λόγω πληθωρισμού. Κατά αντιστοιχία, η μισή επιβάρυνση ενός καταναλωτικού δανείου με επιτόκιο 11% «πληρώνεται» από τον πληθωρισμό.

Ενα δάνειο μπορεί κάποιος να το αποφύγει. Τον πληθωρισμό δύσκολα μπορεί κάποιος να τον αποφύγει. Ετσι, αρκετοί υποστηρίζουν ότι σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, όπως ήταν η δεκαετία του 1980 και μέχρι τα μέσα του 1990, υπάρχουν ευκαιρίες χρηματοδότησης. Υπό την έννοια ότι είναι προτιμότερη η επιβάρυνση για μία επένδυση μέσω δανείου, παρά η διατήρηση της ρευστότητας και η απαξίωση από τον πληθωρισμό.

Για παράδειγμα σήμερα, επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων που φτάνουν μέχρι το 7%, το πραγματικό κέρδος υπολογίζεται το πολύ σε 1,8%, με την προϋπόθεση της δέσμευσης της ρευστότητας για ένα έτος. Ετσι, αρκετοί θα βρεθούν στο δίλημμα να καταθέσουν 150.000 ευρώ ή να πάρουν δάνειο 150.000 ευρώ και να αγοράσουν, για παράδειγμα ένα ακίνητο, αξίας 300.000 ευρώ.

Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κάθε μορφή επένδυσης ενέχει ρίσκο, ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο κατά την οποία κυριαρχεί η αβεβαιότητα, η πτωτική τάση στην αγορά ακινήτων και στα χρηματιστήρια, αλλά και η ανοδική στα επιτόκια. Κρίσιμο σημείο αποτελεί η διάρκεια που θα έχει η αυξητική τάση των τιμών και το πώς θα διαμορφωθούν τα επιτόκια. Και τα δύο θα επηρεάσουν τόσο την πορεία των αγορών, δηλαδή τις εναλλακτικές μορφές επένδυσης για έναν αποταμιευτή με ρευστότητα, αλλά και το κόστος κεφαλαίου για έναν εν δυνάμει επενδυτή. Στο κόστος κεφαλαίου θα πρέπει να συνυπολογισθεί, πέραν του επιτοκίου, ο κίνδυνος.

Για παράδειγμα, το επιτόκιο και ο πληθωρισμός συγκρίνονται σε ετήσια βάση. Ομως, ο πληθωρισμός μπορεί να μεταβληθεί σε ένα χρόνο (ή και σε μικρότερο διάστημα) είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Αυτό δεν θα συμβεί σε ένα στεγαστικό δάνειο 20 ετών με σταθερό επιτόκιο για τα πρώτα 10 χρόνια.

Κέρδη και ζημίες σε κάθε περίπτωση

Το μόνο ίσως που φαίνεται σήμερα πιο πιθανό είναι ότι όσοι έχουν λάβει ήδη στεγαστικό δάνειο με επιτόκιο περίπου 5%, πληρώνουν ό,τι περίπου θα έχαναν από τον πληθωρισμό, εάν προτιμούσαν να διατηρήσουν τη ρευστότητά τους.

Το άλλο σίγουρο είναι ότι οι καταθέτες και κυρίως του ταμιευτηρίου χάνουν σήμερα τα περισσότερα των τελευταίων οκτώ χρόνων, λόγω αρνητικών επιτοκίων.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την αύξηση του πληθωρισμού πάνω από το 5% για πρώτη φορά από το 2000, η διαφορά με τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης κυμαίνεται μεταξύ των χαμηλότερων επιπέδων της οκταετίας. Η διαπίστωση αυτή συνδέεται και με το συμπέρασμα ότι σήμερα ο Ελληνας δανειολήπτης εμφανίζεται να ωφελείται περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα τελευταία χρόνια, ενώ επιβαρύνεται περισσότερο ο καταθέτης.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα