Είχε ο Ιησούς μια δίκαιη δίκη; Τα νομικά στοιχεία που δείχνουν κακοδικία

Είχε ο Ιησούς μια δίκαιη δίκη; Τα νομικά στοιχεία που δείχνουν κακοδικία

Ο Ιησούς Χριστός έπρεπε να πεθάνει. Έπρεπε να οδηγηθεί στον Γολγοθά. Η δίκη που έγινε ήταν για τα «μάτια του κόσμου» αφού με νομικούς όρους παραβιάστηκαν τόσο ο μωσαϊκός νόμος όσο και το ρωμαϊκό δίκαιο
Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και στις εκκλησίες όλης της χώρας θα διαβαστούν τα 12 Ευαγγελία. Λίγο πριν την ανάγνωση του δωδέκατου Ευαγγελίου υπάρχει ένας ύμνος ο οποίος μεταξύ άλλων λέει: «Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων, και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον»! 

Σε νεολελληνική μετάφραση οι στίχοι αυτοί, που αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Ιησού Χριστού, λένε: «Ήδη ο κονδυλοφόρος βουτιέται στο μελάνι και γράφεται η απόφαση από άδικους δικαστές με την οποία ο Χριστός, καταδικάζεται στον διά Σταυρού θάνατο. Και η Δημιουργία πάσχει καθώς αντικρίζει τον Κύριο και Δημιουργό της στον Σταυρό». Από νομικής άποψης, το «παρά κριτών αδίκων» είναι πέρα για πέρα αληθινό αφού προκειμένου να καταδικαστεί ο Ιησούς παραβιάστηκαν τόσο ο μωσαϊκός νόμος όσο και το ρωμαϊκό δίκαιο!

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Επί Ρωμαϊκής κατοχής στην Ιουδαία τον πρώτο λόγο τον είχε ο Ρωμαίος έπαρχος. Στην Ιερουσαλήμ, ωστόσο, ίσχυε ένα ιδιαίτερο καθεστώς, με ορισμένες αρμοδιότητες να έχουν παραχωρηθεί στο Εβραϊκό Συνέδριο ή αλλιώς το συμβούλιο των Εβραίων της Παλαιστίνης. Στο Συνέδριο ανήκαν και οι Φρουροί του Ναού, οι οποίοι είχαν το ρόλο της Αστυνομίας στην περιοχή. Επιπλέον, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, στη δικαιοδοσία του Συνεδρίου υπάγονταν τα εγκλήματα θρησκευτικής φύσης ενώ για όλα τα υπόλοιπα (μέχρι και αυτά για τα οποία επιβαλλόταν ποινή θανάτου) είχε διττό ρόλο.

Αρχικά συγκέντρωνε όλο το υλικό της υπόθεσης (προανακριτικό υλικό), πριν το στείλει στον Ρωμαίο έπαρχο ο οποίος είχε πλέον τον πρώτο λόγο. Όταν η υπόθεση έφτανε στην ανάκριση (στον Ρωμαίο έπαρχο δηλαδή) οι άνθρωποι του Συνεδρίου αναλάμβαναν το ρόλο του δημόσιου κατήγορου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Και εδώ είναι το πρώτο πρόβλημα. Αυτός που κάνει την προανάκριση δεν μπορεί στη συνέχεια να είναι και δημόσιος κατήγορος.

Οι «κατηγορίες» με τις οποίες ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στον Καϊάφα ήταν πως οι οπαδοί του τον εμφανίζουν ως Μεσσία και (το κυριότερο) Βασιλιά των Ιουδαίων ενώ και ο ίδιος μέσα από το κήρυγμα του ασκεί κριτική στο μωσαϊκό νόμο (θεματοφύλακες του οποίου είναι τα μέλη του Συνεδρίου) και προκαλεί ταραχές με σημαντικότερη την εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό!

Για να στηριχθούν οι κατηγορίες έπρεπε να υπάρχουν δύο μάρτυρες οι οποίοι σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Μάρκο έπεσαν σε αντιφάσεις. Με βάση αυτό αλλά και το γεγονός ότι σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο η «αυτοκατηγορία» δεν ήταν νομικά έγκυρη, έπρεπε να βρεθεί μια κατηγορία, ώστε, ο Ιησούς να παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου.

Αυτή βρέθηκε με ένα «τέχνασμα» του Καϊάφα. Στην ερώτηση του αρχιερέα: «Εσύ είσαι ο υιός του Θεού; Ο βασιλιάς των Ιουδαίων;», απάντησε «Εγώ ειμί». Συνεπώς, η κατηγορία βασίστηκε στο επ’ αυτοφώρω αδίκημα της βλασφημίας. Η δήλωση ότι είναι υιός του Θεού και βασιλιάς των Ιουδαίων ήταν ένα αδίκημα αντίληψης ή θρησκείας απέναντι στις ιουδαϊκές αρχές, αλλά ήταν και ένα έγκλημα εσχάτης προδοσίας απέναντι στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο.

Μέχρι εδώ υπάρχουν πολλές δικονομικές παραβάσεις όπως ότι το Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου. Συνεδρίασε νύκτα και όχι μέρα όπως ρητά αναφερόταν στους νόμους, ενώ ξεκάθαρη κατηγορία δεν προέκυψε από τις καταθέσεις των δυο μαρτύρων. Επιπλέον, ο Ιησούς στερήθηκε κάθε υπεράσπισης ενώ και η ψηφοφορία που ακολούθησε ανάμεσα στα μέλη του Συνεδρίου δεν έγινε όπως όριζαν οι κανόνες (από τον νεότερο προς τον παλαιότερο προκειμένου να μην επηρεαστούν μεταξύ τους) ενώ ο Καϊάφας «διέρρηξε τα ιμάτια του» σε μια προφανή κίνηση που και υποκριτική ήταν και επηρέαζε τα υπόλοιπα μέλη.

Ο καθοριστικός ρόλος του Πόντιου Πιλάτου
Η δίκη ενώπιον του Πιλάτου έχει τουλάχιστον δυο βαθμούς κρίσης. Ο πρώτος τελειώνει γρήγορα με την αθώωση του Ιησού λόγω ανεπάρκειας αποδείξεων («Εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω», είπε ο Πιλάτος, Κατά Ιωάννην Ιθ’, 4). Ο δεύτερος βαθμός εμπλέκει στην υπόθεση τον Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Γαλιλαίας, στον οποίο ο Πιλάτος στέλνει τον Ιησού. Ο Ηρώδης τον καταδικάζει όχι με βάση κάποια στοιχεία αλλά επειδή ο Χριστός αρνείται να του απαντήσει το οτιδήποτε. Τον καταδικάζει με βάση το Ρωμαϊκό δίκαιο σύμφωνα με το οποίο η μη υπεράσπιση του εαυτού σου ισοδυναμούσε με «confessio», δηλαδή ομολογία ενοχής και τον ξαναστέλνει πίσω στον Πιλάτο.

Ο Πιλάτος που δεν θέλει να καταδικάσει τον Ιησού, βάζει τον λαό να διαλέξει ανάμεσα σε Εκείνον και τον Βαραββά. Οι πρώτες δυο πράξεις για την απονομή χάριτος που προέβλεπε το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν η indulgentia (άφεση) και η abolitio (έφεση). Η πρώτη ήταν ευεργέτημα του αυτοκράτορα, ενώ η δεύτερη ήταν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη και εφαρμοζόταν στους κρατούμενους εν αναμονή της δίκης. Η τρίτη ήταν η απελευθέρωση ενός κρατουμένου με αφορμή το Πάσχα. Ο λαός διαλέγει και ο Πιλάτος «νίπτει τας χείρας του». Στη συνέχειακάθεται στο έδρανο (sella curulis), μια κίνηση που επικύρωνε τη δικαστική απόφαση.

Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης, καταγράφηκε στο «titulus crucis», την επιγραφή που κρεμόταν στην κορυφή του σταυρού με την αιτιολόγηση της απόφασης («Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων»). H τοποθέτησή της στο σταυρό αποδεικνύει ότι επρόκειτο για μια επίσημη καταδίκη με βάση το Ρωμαϊκό δίκαιο. Για τη ρωμαϊκή δικαιοσύνη, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν ένοχος για εσχάτη προδοσία και η υπόθεση έκλεισε…

.reader.

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα