19η Μαΐου 1919: Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και ακόμα ακούμε τα ουρλιαχτά παιδιών και γυναικών

19η Μαΐου 1919: Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και ακόμα ακούμε τα ουρλιαχτά παιδιών και γυναικών

Έγκλημα πολέμου. Παράπλευρες απώλειες. Πέθαναν από τις κακουχίες. Κανείς δεν τους έκανε κακό. Εκείνοι έβλαψαν αθώους Τούρκους. Ποια Γενοκτονία; Δεν υπάρχει Γενοκτονία! Τι; Οι Έλληνες είχαν περιουσίες; Ό,τι ήταν να πάρουν το πήραν κατά την Ανταλλαγή. Η σύγχρονη Τουρκία δεν οφείλει σε κανέναν τίποτα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμπεριφέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο στους Έλληνες του Πόντου. Μόνοι τους αποφάσισαν να… μεταναστεύσουν.

Μικρές προτάσεις που κρύβουν μεγάλα ψέματα. Οι Έλληνες του Πόντου, όλοι οι χριστιανοί της Ανατολής έπεσαν θύματα γενοκτονίας όχι μία αλλά αμέτρητες φορές και με πολλούς τρόπους.

Δεκαετίες τώρα η Τουρκία δεν διστάζει να τους μετατρέπει από θύματα σε θύτες, να τους προσάπτει χωρίς δεύτερη σκέψη όλα όσα οι Οθωμανοί Τούρκοι έκαναν και να αρνείται πεισματικά να συμφιλιωθεί με το ιστορικό ένοχο παρελθόν της. Τι κι αν η βίαιη αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας του Πόντου και η προσχεδιασμένη εξόντωση κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου της περιοχής είναι πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένα γεγονότα, η Τουρκία επιμένει αναίσχυντα στην αθωότητά της. Μια αθωότητα βαμμένη με τόσο αίμα που φαντάζει σαν ψέμα.

Αλλά οι 353.000 νεκροί Έλληνες του Πόντου και οι άλλοι τόσοι εκτοπισμένοι είναι απόδειξη ότι όλα είναι αλήθεια. Οι αναγκαστικοί εκτοπισμοί από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ανατολίας, οι πορείες θανάτου, οι επιθέσεις των παραστρατιωτικών πρωτοπαλίκαρων στα ελληνικά χωριά του Πόντου, τα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, οι βιασμοί, οι βασανισμοί, οι αρπαγές και οι εκτελέσεις, δεν είναι ψέμα. Αδιάσειστα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και διασώθηκαν με κίνδυνο, αποδεικνύουν τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του καλά οργανωμένου σχεδίου.

Τα εργαλεία της Γενοκτονίας που χρησιμοποιήθηκαν είναι αναγνωρίσιμα και αδιαμφισβήτητα αληθινά. Ο ηθικός αυτουργός το ομολόγησε με τον πλέον επίσημο τρόπο. Εξάλλου η επιστήμη έχει κάνει τόσα βήματα, οι αποδείξεις είναι τόσες πολλές και διασταυρωμένες, που είναι απορίας άξιο πώς δεν το ομολογεί και ο φυσικός αυτουργός. Εκείνο όμως που είναι ακόμα πιο δυσάρεστα εντυπωσιακό είναι πώς χώρες σαν και τη δική μας, οι οποίες έχουν κάθε δικαίωμα να διεκδικήσουν για πολίτες τους ό,τι τους αναλογεί, δεν το τολμούν. Η μικροπολιτική και οι μικροπολιτικοί ευθύνονται, λένε πολλοί. Και όλα συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Αλήθεια, δεν υπάρχει κανείς σε θέση ευθύνης που να ντρέπεται όχι γιατί δεν κέρδισε τη μάχη της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, αλλά γιατί δεν την έδωσε ποτέ;

Πώς μπορεί ένας Έλληνας πολιτικός να εξακολουθεί να αντιμετωπίζει με αμηχανία ένα τέτοιο έγκλημα, αντί να κάνει ένα βήμα μπροστά και να το τοποθετεί στην κορυφή της πολιτικής του ατζέντας; Ναι, αναμφισβήτητα έχουν γίνει αλλαγές στο πώς αντιμετωπίζεται το Ποντιακό Ζήτημα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ωστόσο 101 χρόνια μετά την έναρξη της δεύτερης φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, όλα αυτά δεν είναι πια αρκετά.

Αν οι Πόντιοι και οι υπόλοιποι Μικρασιάτες άντεξαν, επέζησαν και ρίζωσαν στη μητέρα πατρίδα ή στις άλλες πατρίδες που τους υποδέχθηκαν, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, τότε και το ελληνικό κράτος μπορεί να αντέξει να μετατρέψει σε εθνικό ζήτημα την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής. Αν οι άνθρωποι αυτοί έζησαν τον όλεθρο, στερήθηκαν το δικαίωμα να γνωρίσουν τους συγγενείς που έμειναν πίσω αλλά και αυτούς που δεν γεννήθηκαν ποτέ, τότε το ελληνικό κράτος μπορεί να βρει τρόπο να παλέψει διπλωματικά, με τα όπλα που παρέχει πλέον η επιστήμη και η δικαιοσύνη και να κερδίσει έδαφος.

Είναι αντιληπτό πως πρόκειται για δύσκολο θέμα που αφορά έναν δύσκολο γεωπολιτικό γείτονα, με βαρύ ποινικό μητρώο. Όμως εδώ μιλούν τα ιστορικά γεγονότα, όσοι επέζησαν για να περιγράψουν την καταστροφή. Πώς μπορούμε να κλείνουμε τα αυτιά μας; Ίσως φταίει ο οργανωμένος προσφυγικός χώρος που δεν είναι ενωμένος για την ατολμία των ελληνικών κυβερνήσεων, προσθέτουν ορισμένοι. Σίγουρα ένας ενωμένος οργανωμένος προσφυγικός χώρος θα μπορούσε να πιέσει περισσότερο και με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Το κλειδί της υπόθεσης όμως το κρατάει η Ελλάδα, μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του NATO.

Ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Χρωστάμε πολλά στους Έλληνες της Ανατολής που έβαλαν πλάτη για να σηκωθεί η Ελλάδα ψηλότερα. Οφείλουμε να επιστρέψουμε το χρέος δείχνοντας στην Τουρκία τι είναι υποχρεωμένη να κάνει για να αλλάξει πορεία, με την ελπίδα κάποτε να μπορεί να πει κανείς πως είναι πράγματι «δημοκρατία».

Θυμόμαστε. Διεκδικούμε. Μέχρι την τελική δικαίωση. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι μονόδρομος.

Πόπη Παπαγεωργίου

Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.

Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.

Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.

Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.

Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.

Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!

Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.

Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.

Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Πηγή:sansimera.gr

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα