Υπόθεση χρυσού: Το σκεπτικό της απόφασης για αποφυλάκιση και οι όροι

Υπόθεση χρυσού: Το σκεπτικό της απόφασης για αποφυλάκιση και οι όροι

Αποφυλακίζονται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, σύμφωνα με πληροφορίες, οι οκτώ που είχαν προφυλακιστεί μετά την απολογία τους για συμμετοχή στη φερόμενη εγκληματική οργάνωση λαθρεμπορίας χρυσού. Σύμφωνα με πληροφορίες η αποφυλάκιση του γνωστού ενεχυροδανειστή και των υπολοίπων αναμένεται τις επόμενες ώρες ή αύριο. 

Σύμφωνα με πληροφορίες, τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου υιοθέτησαν την πρόταση της εισαγγελέως και έκριναν ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι για προσωρινή κράτηση των «οκτώ» μετά την κατάρρευση του κατηγορητηρίου που αφορούσε το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το Συμβούλιο ορίζει για τον ενεχυροδανειστή Ριχάρδο Μυλωνά αλλά και τον -κατά τη δικογραφία- συναρχηγό της ομάδας, Τούρκο συριακής καταγωγής, χρηματική εγγύηση 200.000 ευρώ καθώς και περιοριστικούς όρους απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και υποχρεωτική εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα μία φορά τον μήνα.

Οι δικαστές φέρονται, επίσης, να μην ορίζουν προθεσμία για την καταβολή της εγγυοδοσίας, γεγονός που σημαίνει ότι οι δύο προσωρινά κρατούμενοι πρέπει να καταβάλουν το ποσό για να βγουν από τη φυλακή.

Για τους άλλους έξι προφυλακισμένους, το βούλευμα ορίζει μόνο την επιβολή περιοριστικών όρων.

Η υπόθεση μετά τις αρχικές αποκαλύψεις πήρε μια διαφορετική τροπή μετά την επικοινωνία της ανακρίτριας Διαφθοράς με τις αρμόδιες οικονομικές Αρχές. Στις 3 Δεκεμβρίου στο ανακριτικό γραφείο διαβιβάστηκε απάντηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), σε ερώτημα της δικαστικής λειτουργού, στο οποίο η Αρχή επικαλούμενη την τελωνειακή νομοθεσία, ενημέρωσε ότι δεν οφείλονται δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία. 

Εν συνεχεία, τη διακοπή της προσωρινής κράτησης και των οκτώ κατηγορουμένων εισηγήθηκε η εισαγγελέας, που κλήθηκε να προτείνει στο δικαστικό συμβούλιο.

Τελικά το αρμόδιο  δικαστικό συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεχόμενο την εισήγηση της εισαγγελέως, με βούλευμά του αποφάσισε ότι «δεν συντρέχει πλέον λόγος διατήρησης της προσωρινής τους κρατήσεως».

 ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ

Ως «λαθραία εμπορεύματα» κρίνονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που διέταξε την άρση της κράτησης των οκτώ προφυλακισμένων για την υπόθεση χρυσού, τα πολύτιμα αντικείμενα που διέθεταν οι δύο κατά την δικογραφία εγκληματικές οργανώσεις ενεχυροδανειστών.

Οι δικαστές του Συμβουλίου με το πολυσέλιδο βούλευμα τους, κρίνουν ότι δεν γίνονταν «λαθραία εξαγωγή χρυσού» στην Τουρκία από τον γνωστό ενεχυροδανειστή και τους συγκατηγορουμένους του, αλλά εξαγωγή «λαθραίων εμπορευμάτων».

Οι δικαστές, κάνοντας δεκτή ανάλογη πρόταση της Εισαγγελέως Κατερίνας Τσιρώνη, εκφράζουν την απόλυτη πεποίθηση τους ότι «υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για τις κακουργηματικές πράξεις» που αποδίδονται στους κατηγορούμενους καθώς «παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκώμενες κακουργηματικές πράξεις..»

Κατά το Συμβούλιο, τα έγγραφα που απέστειλε στην Ανακρίτρια της υπόθεσης η ΑΑΔΕ-Γενική Διεύθυνση Τελωνείων, όπου αναφέρεται πως δεν αποτελεί λαθρεμπορία η εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία λόγω Τελωνειακής Ένωσης, «δεν αναιρούν την κρίση του περί ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής» η οποία δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο «και τούτο διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων..»

Σύμφωνα με την άποψη του Συμβουλίου, ζητούμενο σε αυτήν την φάση είναι να διαφανεί η προέλευση των αντικειμένων που διαχειριζόταν οι δύο ομάδες, καθώς όπως αναφέρεται στο βούλευμα, κανένας εκ των οκτώ προσφευγόντων «δεν εξειδίκευσε αν τα κατασχεθέντα προέρχονται από το εξωτερικό, χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτη, ή αν προέρχονται από την επιχειρηματική δραστηριότητα λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων και αν αντιστοιχίζονται με τις ποσότητες χρυσού και λοιπών πολύτιμων μετάλλων και αντικειμένων που συγκεντρώθηκαν από την συγκεκριμένη επιχειρηματική δράση, περιπτώσεις για τις οποίες οφείλεται καταβολή ΦΠΑ, χωρίς εν προκειμένω να προκύπτει η καταβολή του».

Τόσο η προτείνουσα Εισαγγελέας όσο και οι δικαστές του Συμβουλίου τονίζουν πως για τις κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού και άλλων πολύτιμων αντικειμένων δεν προκύπτει από πουθενά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευση τους και «την επ'αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ και «ενδεχομένως» ειδικού φόρου πολυτελείας, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα». Τονίζεται μάλιστα στο Βούλευμα πως «τέτοια παραστατικά δεν αποτελούν τα δελτία αποστολής» που προσκόμισε ο εκ των κατηγορουμένων γνωστός ενεχυροδανειστής.

Κατά την εισαγγελική λειτουργό μάλιστα, που εισηγήθηκε την άρση της κράτησης τους, χωρίς να τάσσεται με την άποψη της Ανακρίτριας που επικαλέστηκε τα έγγραφα της ΑΑΔΕ, οι κατηγορούμενοι: «προέβησαν σε συγκρότηση και εν συνεχεία ένταξη σε δομημένη εγκληματική οργάνωση η οποία επιδιώκει την διάπραξη αδικημάτων όπως της λαθρεμπορίας και τοκογλυφίας».

Η κ. Τσιρώνη στην πρόταση της επίσης αναφέρει: «Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία, βρήκαν ευχερές πεδίο δράσεως, άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παράνομων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπό την προνομιακή θέση που κατέχουν, αναζητούν τρόπους εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας». Αναφέρει επίσης η Εισαγγελική λειτουργός, υιοθετώντας το κατηγορητήριο που συντάχθηκε σε βάρος των θεωρούμενων ως αρχηγών των ομάδων ότι «μέσω της αφθονίας των οικονομικών μέσων που διέθεταν, χρηματοδοτούσαν καθημερινά τα μέλη τους με σκοπό την αγορά σχεδόν του συνόλου του χρυσού που οι οικονομικά εξαθλιωμένοι συμπολίτες μας ενεχυρίαζαν ή πωλούσαν. Πέραν όμως τούτων, προδήλως αγόραζαν και κατείχαν χρυσό από άγνωστες πηγές ο οποίος ήταν προϊόν παράνομης εισαγωγής από τρίτες χώρες του εξωτερικού τον οποίο κατείχαν και διακινούσαν παρανόμως και εν γνώσει της λαθραίας προέλευσης του».

Τόσο η Εισαγγελέας όσο και οι δικαστές του Συμβουλίου θεωρούν πως το ζήτημα της υπόθεσης αφορά λαθραία εμπορεύματα και κρίνουν πως το αν ήταν νόμιμη ή όχι η εξαγωγή στην Τουρκία θα κριθεί από την ανάκριση.

Έτσι για την αποφυλάκιση των οκτώ επικαλούνται καθαρά δικονομικούς λόγους, όπως ότι οι κατηγορούμενοι είναι γνωστής διαμονής κ.ά.. Ειδικά μάλιστα για τον ενεχυροδανειστή Δημήτρη Ριχάρδο και τον συγκατηγορούμενο του Τούρκο συριακής καταγωγής, στο διατακτικό του βουλεύματος τονίζεται ότι η εγγύηση των 200 χιλιάδων ευρώ στον καθένα που τους επιβλήθηκε, μαζί με περιοριστικούς όρους, πρέπει να καταβληθεί άμεσα καθώς όπως αναφέρουν οι δικαστές, «η αντικατάσταση της προσωρινής τους κράτησης τελεί υπό τον όρο της προηγούμενης καταβολής της εγγυοδοσίας».

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα