Αν κάποιος πιστεύει στους οιωνούς, τότε η ομιλία του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στη Γ.Σ. του ΟΗΕ μάλλον δεν προοιώνιζε ιδιαίτερα καλές εξελίξεις για τη συνάντησή του λίγο αργότερα με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στο εμβληματικό κτίριο των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.
Όχι ότι δεν ήταν αναμενόμενο, αλλά το κάλεσμα του Τούρκου προέδρου προς τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος της «Βόρειας Κύπρου» από το βήμα της Γ.Σ. του ΟΗΕ δεν άφησε και πολλά περιθώρια συζήτησης για το Κυπριακό στη συνάντηση των δύο ηγετών, παρότι η Αθήνα αισιοδοξούσε ότι θα μπορούσε να πιέσει την Άγκυρα στην κατεύθυνση της επανέναρξη των συνομιλιών στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, εκφράζοντας, μάλιστα, αισιοδοξία ότι θα μπορούσε να υπάρξει θετική εξέλιξη στο πεδίο αυτό.
Με το Κυπριακό ουσιαστικά εκτός ατζέντας – με υπαιτιότητα Ερντογάν, προφανώς, ο οποίος φάνηκε να θέλει να προκαταλάβει κάποια πράγματα, αν και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο πρωθυπουργός έθεσε το θέμα στον Τούρκο πρόεδρο – οι πληροφορίες από τη συνάντηση των δύο ηγετών (στην οποία συμμετείχαν οι ΥΠΕΞ των δύο χωρών, Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν, και οι διπλωματικοί τους σύμβουλοι, Άννα Μαρία Μπούρα και Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς) αναφέρουν ότι Μητσοτάκης και Ερντογάν συμφώνησαν να εντατικοποιήσουν τη συνεργασία Αθήνας και Άγκυρας στο μεταναστευτικό το επόμενο διάστημα για την εξάρθρωση των δικτύων των διακινητών που θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Με την πίεση του μεταναστευτικού να αυξάνεται για την Ελλάδα, είναι προφανές ότι η Αθήνα επιδιώκει όσο το δυνατόν ταχύτερα να υπάρξει κινητοποίηση από την Άγκυρα για να μπει φρένο στις μεταναστευτικές ροές. Άλλωστε, λίγο μετά τη συνάντηση, μιλώντας στο CNN ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι «διατηρούμε για τους εαυτούς μας το δικαίωμα να ανακόπτουμε την πορεία σκαφών προς τα νησιά. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να μην μπαίνουν βάρκες στο νερό και μόνο οι τουρκικές αρχές μπορούν να μας βοηθήσουν σε αυτό. Θέλουμε οι βάρκες να σταματούν, πριν πέσουν στο νερό. Φυσικά, σε συνεργασία με τις τουρκικές αρχές, έχουμε κάνει πρόοδο τον τελευταίο χρόνο, έχουμε καλύτερα κανάλια επικοινωνίας».
Ωστόσο, στο ίδιο μήκος κύματος ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «έχουμε ανθρωπιστικές ευαισθησίες, αλλά θέλουμε να στείλουμε και το μήνυμα σε χώρες όπως η Αίγυπτος ότι οι άνθρωποι μπορούν να έρθουν νόμιμα χωρίς να κάνουν ένα επικίνδυνο ταξίδι στη Μεσόγειο. Η λύση δεν είναι να παραβιάσουμε μονομερώς τους κανόνες της Σένγκεν. Έχουμε μια ευρωπαϊκή συμφωνία, κανείς δεν είναι απολύτως ικανοποιημένος, αλλά πρέπει να την εφαρμόσουμε» υπογραμμίζοντας ότι «χρειαζόμαστε ένα φράχτη όσο και μία μεγάλη πόρτα ανοιχτή, είναι σημαντικό η ΕΕ να προασπίζει τα εξωτερικά της σύνορα».
Από εκεί και πέρα, όσον αφορά στους εν εξελίξει διαλόγους Αθήνας και Άγκυρας, συμφωνήθηκε να υπάρξει επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα πριν τη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας για την προετοιμασία του, με προοπτική τη σύγκλησή του τον Ιανουάριο του 2025 στην Άγκυρα, ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν ότι επαναβεβαιώθηκε η εντολή στους υπουργούς Εξωτερικών για διερεύνηση του αν υπάρχουν οι συνθήκες ώστε να μπορεί να αρχίσει η συζήτηση για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Ωστόσο, οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι έμφαση προς το παρόν δίνεται στον πολιτικό διάλογο, τη θετική ατζέντα, αλλά και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι από την πλευρά της Άγκυρας ανακοινώθηκε για τη συνάντηση ότι «ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι η Τουρκία και η Ελλάδα μπορούν να κάνουν σταθερά βήματα προς το μέλλον στον άξονα της καλής γειτονίας και ότι η ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών και η δράση σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών θα ωφελήσει και τις δύο χώρες», ενώ αναφέρθηκε και στο ζήτημα της κρίσης στη Μέση Ανατολή, τονίζοντας ότι «ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι οι επιθέσεις του Ισραήλ σε διάφορες περιοχές, ιδίως στη Γάζα, έχουν ως στόχο αθώους πολίτες καθώς και την ειρήνη της περιοχής, ότι υπάρχει κίνδυνος εξάπλωσης της κρίσης στην περιοχή και ότι είναι σημαντικό να ασκηθεί πίεση στο Ισραήλ για την απρόσκοπτη παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα».