Μέρκελ και Σόιμπλε αρνούνται το πάγωμα των επιτοκίων του ελληνικού δανεισμού

Μέρκελ και Σόιμπλε αρνούνται το πάγωμα των επιτοκίων του ελληνικού δανεισμού. Ενδεχόμενο πάγωμα των επιτοκίων που καταβάλλει η Ελλάδα για την αποπληρωμή των δανείων της έως το 2040, ενδεχομένως να στοιχίσει στους δανειστές περίπου 120 δισ. ευρώ.
Στην αποκάλυψη αυτή προχώρησε σήμερα  η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, καθώς έφερε στο φως απόρρητο έγγραφο του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας, σύμφωνα με το οποίο Μέρκελ και Σόιμπλε αρνούνται το πάγωμα των επιτοκίων του ελληνικού δανεισμού.

Επιβεβαιώνει επί της ουσίας το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών το έγγραφο που διέρρευσε στον Τύπο για βάρη ύψους 120 δισ. ευρώ για τους δανειστές της Ελλάδας.

Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, ούτε επιβεβαίωσε και ούτε διέψευσε ρητώς, αλλά επί της ουσίας φαίνεται να επιβεβαιώνει την ύπαρξη εσωτερικής γνωμοδότησης σχετικά με το ελληνικό χρέος, την οποία επικαλούνται σήμερα οι γερμανικές εφημερίδες Handelsblatt και Die Welt, αναφέρει σήμερα η Deutsche Welle. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το υπουργείο εκτιμά πως μια ενδεχόμενη αναστολή χρέους για την Ελλάδα ως το 2040, θα στοίχιζε τους δανειστές 120 δισ. ευρώ.

Μιλώντας σήμερα στο μπρίφινγκ ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, Γιουργκ Βάισγκερμπερ, άφησε να εννοηθεί ότι πρόκειται για γνωμοδότηση παλαιότερης ημερομηνίας και έκανε λόγο για μαθηματικούς υπολογισμούς, τους οποίους ο καθένας θα μπορούσε να έχει κάνει. Επισήμανε δε, ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι ώστε να διατηρηθεί το κρατικό χρέος βιώσιμο – είτε μέσω του πρωτογενούς πλεονάσματος, είτε μέσω του ύψους των επιτοκίων ή άλλων παραγόντων.

Πάντως, το ζητούμενο προς το παρόν, είναι ότι τον Φεβρουάριο, θεσμοί και ελληνική κυβέρνηση είχαν συμφωνήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5%. Το πλεόνασμα αυτό, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων καθιστά το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Από την άλλη πλευρά, ένα μικρότερο πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό, όπως και η μη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, θα επέφεραν «μεσοπρόθεσμα» μεγαλύτερες δημοσιονομικές ανάγκες για την Ελλάδα και μεγαλύτερα βάρη για τους πιστωτές. Όπως τόνισε ο κ. Βάισγκερμπερ, δεν γίνεται να μην υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις και μέτρα και την ίδια στιγμή να θέλεις να τα αντισταθμίσεις με ελαφρύνσεις στο χρέος.

Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών κατέστησε σαφές ότι το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% αφορά το τρέχον πρόγραμμα μέχρι την ολοκλήρωσή του τον επόμενο χρόνο. Οποιοδήποτε ζήτημα σχετίζεται με την ελάφρυνση του χρέους, θα συζητηθεί μετά την ολοκλήρωση του τρίτου πακέτου βοήθειας. Βέβαια, είναι γνωστό ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα ήθελε και πέραν του 2018 την καθιέρωση πρωτογενούς πλεονάσματος σε αυτό το ύψος για ένα «μεσοπρόθεσμο» διάστημα. Το σκεπτικό του είναι απλό: όσα περισσότερα βάρη αναλάβει η Ελλάδα, τόσα λιγότερα θα πρέπει να σηκώσει η Γερμανία.


Η Handelsblatt αναφέρεται επίσης και στη διαμάχη που συνεχίζεται ανάμεσα στο ΔΝΤ και το Βερολίνο σχετικά με τους όρους συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα και επισημαίνει ότι παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις Σόιμπλε ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει «στο παρασκήνιο υπάρχουν εντελώς διαφορετικά μηνύματα. (…) Το Ταμείο σε καμία περίπτωση δεν εγκατέλειψε το αίτημά του για περαιτέρω ελαφρύνσεις στην εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, ακόμη κι αν το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αρέσκεται να το παρουσιάζει έτσι».

Πρόθεση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σύμφωνα με το δημοσίευμα είναι να δρομολογήσει μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους μετά τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, διευκρινίζοντας ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση η ελάφρυνση αυτή να είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε να ισοδυναμεί με ένα νέο πακέτο διάσωσης.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει ότι τα επιτόκια για την Ελλάδα θα σημειώσουν αύξηση έως το 2040 φτάνοντας μέχρι και στο 3,3%. Αντίστοιχα υψηλότερες θα ήταν και οι πληρωμές τόκων της Αθήνας προς τους δανειστές της».

Τέλος και η καγκελάριος Μέρκελ άφησε να εννοηθεί απέναντι στην Κριστίν Λαγκάρντ ότι μπορεί μεν να φανταστεί περαιτέρω παράταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, αλλά όχι και πλαφόν στα επιτόκια.

Ωστόσο, όπως τονίζει η εφημερίδα, «πριν ξεκινήσουν συζητήσεις για ελάφρυνση χρέους πρέπει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος».

Ο Έλληνας υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, με δηλώσεις του στην Handelsblatt, εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας ότι «υπάρχουν καλές πιθανότητες να κλείσει η αξιολόγηση τον Απρίλιο.

Μάλιστα ο Έλληνας υπουργός ελπίζει να τύχει σύντομα μεγαλύτερης κατανόησης στο Βερολίνο σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής στη Γερμανία. Όπως δήλωσε, «πολλοί Ευρωπαίοι ελπίζουν ότι εφόσον ο Μάρτιν Σουλτς εκλεγεί καγκελάριος θα προσαρμόσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες για το χρέος».

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα