Πανελλαδικές 2010: Λογοτεχνία Κατεύθυνσης. Θέματα και Λύσεις

Στα μαθήματα Λογοτεχνία Κατεύθυνσης και Μαθηματικά Κατεύθυνσης εξετάστηκαν σήμερα στις Πανελλαδικές εξετάσεις οι μαθητές των Γενικών Λυκείων και των Ημερησίων ΕΠΑΛ.

Δείτε αναλυτικά τα θέματα στο μάθημα της Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης. Το κείμενο που δόθηκε είναι του Γιώργου Ιωάννου με τίτλο Στου Κεμάλ τό Σπίτι

Δείτε τις προτεινόμενες απαντήσεις στο επισυναπτόμενο κείμενο

(Σχόλια από φροντιστήριο Ορίον) Ενδιαφέρουσα επιλογή κειμένου, που έδινε τη δυνατότητα να γράψουν καλακόμα και μαθητές που δεν ήταν άριστα προετοιμασμένοι. Τα θέματα ήταν αρκετάεύκολα, με ερωτήσεις περιεχομένου, χωρίς ερωτήσεις που αφορούν εισαγωγή,αφηγηματικές τεχνικές ή τρόπους, που συνήθως δυσκολεύουν. Επίσης και τοκείμενο που δόθηκε για σύγκριση είχε σαφείς νοηματικές αντιστοιχίες και εύ ληπτανοήματα.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Εκτιμούμε ότι το 20% των υποψηφίων έγραψε στο μάθημα της Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης από 0 έως 9,9, το 48% από 10 έως 14,9 και το 32%
από 15 έως 20.
Οι μαθητές σχολίασαν ότι «το διαγώνισμα ήταν τεράστιο» αλλά όχι δύσκολο και ότι χρειάζονταν λίγο περισσότερο χρόνο για τη διόρθωση.

 

ΛΟΓ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α1. Παιδικά χρόνια: «Μονάχα ένα κακό είχε ... φάνε»(σελ.266)
Κόσμος της προσφυγιάς: «Είχαμε κι εμείς ... κάτω» (σελ.267)
Πόλεμος: «Μια παλιά ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει ... γκρεμίσει» (σελ.267)
Θεσσαλονίκη: «Ήταν, πάντως, δέντρο ... ακόμα πιο πέρα» (σελ.266)
Τρόπος ζωής απλών ανθρώπων: «Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε ... ζητούσε»
(σελ.265)
Β1. α) «Ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση.»
Το πρώτο στοιχείο που καταδεικνύει την παραπάνω άποψη είναι η καταγραφή
προσωπικών βιωμάτων του Ιωάννου από τα παιδικά του χρόνια, την προσφυγή και
τον πόλεμο. Αυτό πιστοποιείται από την αναφορά «η αποκάλυψη αυτή μας τάραξε
... στα πόδια μας;» (σελ.267).
Ένα ακόμη στοιχείο που στηρίζει την άποψη του Α. Βιστωνίτη είναι η
πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής δραματοποιημένος και με εσωτερική
εστίαση καταγράφει προσωπικά βιώματα και εμπειρίες. Άλλωστε η χρήση του α’
προσώπου είναι γνώρισμα γραφής του έμμεσα αυτοβιογραφούμενο συγγραφέα και
χαρακτηρίζει όλο το έργο του. «Εμείς, πάντως δεν παραλείπαμε να της δίνουμε
μούρα από την ντουτιά ... μας ζητούσε»
β) Η αφήγηση ξεκινάει με μια πολύ σύντομη αναφορά στο παρόν του
αφηγητή, όταν λέγεται πως δεν ξαναεμφανίστηκε η μαυροφορεμένη γυναίκα «εν
ξαναφάνηκε ... αυλής» (α΄παρ. σελ.265)
Ο κορμός του κειμένου είναι μια αναδρομή στο παρελθόν και έχει σχέση με τις
επισκέψεις της γυναίκας στο σπίτι του αφηγητή από το 1936 έως και μετά τον Β΄
Παγκόσμιο πόλεμο «Έμοιαζε πολύ κουρασμένη ... (σελ.265) ... γκρεμίσει
(σελ.267)».
Τέλος, το κείμενο καταλήγει στο παρόν με μια φράση ανάλογη με την αρχική «δεν
την ξανάδαμε ... (σελ.267) ... ματαείδα (σελ.268)»
Η αφήγηση ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία.
Β2. α) Κλεφτές ματιές  η μεταφορά δηλώνει την περίεργη, αποσπασματική
και μυστήρια συμπεριφορά της γυναίκας που λογικό ήταν να προξενεί το
ενδιαφέρον.
Κάθεται τσακισμένη στο κατώφλι  η μεταφορά δείχνει τη συναισθηματική
συντριβή της γυναίκας, λόγω καταστροφής και ερήμωσης του σπιτιού της. Αυτό θα
την αποκόψει οριστικά από το παρελθόν της.
Έχει μαλακώσει την καρδιά  η μεταφορά δηλώνει την ευαισθησία και την
συγκίνηση του αφηγητή και της οικογένειάς του. Έχοντας την κοινή εμπειρία και
το βίωμα του ξεριζωμού συμπάσχουν και κατανοούν το δράμα της γυναίκας.
Γνωρίζουν ότι η δυστυχία και η προσφυγιά δεν έχουν πατρίδα.
Κατάγυμνη αυλή  η μεταφορά αυτή δείχνει την ερήμωση και την
καταστροφή, όχι μόνο της αυλής αλλά και του παρελθόντος της γυναίκας. Η
μουριά, το πηγάδι, η αυλή ήταν ό,τι της είχε απομείνει από το παρελθόν, το οποίο
χάθηκε οριστικά.
Αφράτο μάρμαρο  η μεταφορά καταδεικνύει την ομορφιά, την απλότητα
και τη χάρη της παλιάς αρχιτεκτονικής αισθητικής που γκρέμισε βίαια η ραγδαία
αστικοποίηση.
β) Στην παράγραφο αυτή ο αφηγητής είναι έντονα καταγγελτικός αλλά και
με φανερή ειρωνική διάθεση «μεγαλεπίβολο σχέδιο» «πονηρό μυαλό τους». Η
σκοπιμότητα αυτής της ειρωνείας απηχεί τη γενικότερη άποψη του συγγραφέα για
την άναρχη επέκταση του αστικού περιβάλλοντος που συντελέστηκε μεταπολεμικά.
Η εισβολή του μοντέρνου αστικού τρόπου ζωής έπληξε ανεπανόρθωτα την
αυθεντικότητα του λαϊκού βίου. Η παλιά αρχιτεκτονική αισθητική επλήγη βάναυσα
και αφανίστηκε κάτω από τους τόνους του άμορφου και κακόγουστου «μπετόν
αρμέ».
Γ1. α) Οι λόγοι που η γυναίκα παρέμεινε στο κατώφλι της αυλής είναι οι εξής :
- είναι διακριτική και δεν θέλει να ενοχλήσει τους ιδιοκτήτες του σπιτιού.
- φοβάται να προχωρήσει περισσότερο γιατί δεν ξέρει τις αντιδράσεις των νέων
ιδιοκτητών.
- θέλει να μείνει μόνη, απερίσπαστη, να αναπολήσει τις όμορφες στιγμές του
παρελθόντος, να συγκινηθεί με μνήμες νοσταλγικές.
- εξάλλου ήταν Τουρκάλα και οι ιδιοκτήτες ήταν έλληνες με νωπές τις μνήμες του
πολέμου και της προσφυγιάς.
β) Η εύρεση του ψηφιδωτού ήταν η αφορμή για την εύρεση της αλήθειας
και της λύσης του μυστηρίου σχετικά με την άγνωστη γυναίκα. Στο παλιό σπίτι
έμενε ένας Τούρκος αξιωματούχος με την πανέμορφη κόρη του. Όταν
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι (ανταλλαγή πληθυσμών) η κοπέλα
έκλαιγε σπαρακτικά και κυλιόταν στο κατώφλι του σπιτιού αρνούμενη να το
εγκαταλείψει, θρηνώντας για την υποχρεωτική φυγή.
Άρα λοιπόν, η μυστηριώδης γυναίκα με την ευγενική συμπεριφορά, προφανώς
ήταν η κόρη του μπέη, η οποία επισκεπτόταν συχνά το σπίτι που μεγάλωσε, με
έκδηλη νοσταλγία.
Επίσης, η ευγνωμοσύνη της προς την οικογένεια του αφηγητή οφειλόταν στο
γεγονός ότι είχαν διατηρήσει το σπίτι της άθικτο αλλά και στη φιλοξενία που της
προσφέραν. Μαζί με το σπίτι χάθηκε και το παρελθόν της.
!1. Και τα δύο αποσπάσματα αναφέρονται σε βιωματικές εμπειρίες του Γ.
Ιωάννου και εμπεριέχουν στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού και κριτικής
γεγονότων σχετικά με την αντοχή των σχέσεων των απλών ανθρώπων κατά τη
δοκιμασία τους με τις εθνικές διαφορές.
Και στα δύο κείμενα διαφαίνεται η χωρική εμμονή του Ιωάννου με τη
Θεσσαλονίκη. Και στα δύο κείμενα ο Ιωάννου καυτηριάζει την κατεδάφιση, για
κερδοθηρικούς σκοπούς παραδοσιακών οικιών με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά
χαρακτηριστικά που αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες μιας ιστορικής εποχής,
μιας διαφορετικής κουλτούρας και πολιτιστικής ταυτότητας. Στηλιτεύει την τάση
εκμοντερνισμού της εποχής του που οδήγησε στη δημιουργία σύγχρονων
ακαλαίσθητων οικημάτων χωρίς ιδιαίτερη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία και θυσίασε
κτίσματα με ιστορική παράδοση πολιτιστική ιδιοπροσωπία και αξία. («συμμορία
εργολάβων», «γελοίοι» / «οι εργολάβοι ... πολιτικούς μηχανικούς και άλλους
σπουδαίους», «πολυκατοικία από τις πιο φρικαλέες», «χτίσιμο νέου
εξαμβλώματος» / «εξωραΐσουν την πόλη κατά τα γούστα τους και τα πρότυπά
τους...»

 

 

 

ΘΕΜΑΤΑ

Δέν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα.

Δίνοντάς μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν καταλαβαίναμε ἀκριβώς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό νόημά της:

«Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε. Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ1, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ’ τήν ντουτιά2, ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ’ ὅλη τή γειτονιά καί σ’ ὅποιον περαστικό

1. τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ· πρόκειται για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα στεγάζεται το τουρκικό προξενείο.

2. ντουτιά· η συκομουριά μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ’ αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρώμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε· τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μπορούσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ ὅλο τό Ἰσλαχανέ

3 κι ἀκόμα πιό πέρα.
Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ4 της. Ἔφαγε μερικά καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ’ ἕνα χαρτί καί ἔφυγε καταχαρούμενη.
Τή δεύτερη φορά θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ σπόρος ἀπ’ τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει.
Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο πρίν ἀπ’ τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε νερό ἀπ’ τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. «Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά
----------
3. Ἰσλαχανέ· περιοχή της Θεσσαλονίκης (τουρκ. σωφρονιστήριο)
4. μπαχτσέ· περιβολάκι
νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ
τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους προσκυνητές, πού κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, ἀπ’ τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν εἶχε γίνει με βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. Δέ μᾶς ἔφτανε πού είχαμε δίπλα μας τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ’ αὐτό δέν ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.
Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι ⎯τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα6 εἶχε σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει.
Δέν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε – δέν ἦρθε, ἄγνωστο. Ἄλλωστε καί νά ’ρχότανε δέ θά ’βρισκε πιά τό κατώφλι μέ τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό ----------
6. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα· αναφέρεται στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-1941)καιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες. Τώρα ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους.
Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος7. Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ’ τήν ἔκθαμβη γειτονιά. Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα».
----------
7. ἐξάμβλωμα· έκτρωμα, κάθε τι το τερατώδες ή κακότεχνο
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Ο Γ. Ιωάννου αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα παιδικά του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη Θεσσαλονίκη, τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Για καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.
Μονάδες 15
Β1.α) Ο Αναστάσης Βιστωνίτης παρατηρεί ότι στα πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου «ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση». Να αναφέρετε δύο στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την άποψη αυτή, καθώς και ένα παράδειγμα μέσα από το κείμενο, για καθένα από αυτά. (Μονάδες 8)

β) Να επισημάνετε στο κείμενο τα τρία βασικά χρονικά επίπεδα πάνω στα οποία οργανώνεται η αφήγηση και να τα σχολιάσετε συνοπτικά με αναφορές στο κείμενο. (Μονάδες 12)
Μονάδες 20
Β2.α) Να ερμηνεύσετε το νόημα των μεταφορών: κλεφτές ματιές (§ 2η), κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι (§ 6η), είχε μαλακώσει την καρδιά (§ 6η), κατάγυμνη αυλή (§ 6η), αφράτο μάρμαρο (§ 7η). (Μονάδες 10)
β) Στην 7η παράγραφο: «Δεν την ξανάδαμε από τότε ... μυαλό τους», να εντοπίσετε την ειρωνεία του αφηγητή και να σχολιάσετε σύντομα τη σκοπιμότητά της. (Μονάδες 10)
Μονάδες 20
Γ1.α) Σε κάθε επίσκεψή της στο σπίτι η γυναίκα παραμένει στο κατώφλι της αυλής. Να εξηγήσετε σε μία παράγραφο τους λόγους της παραμονής της στο συγκεκριμένο χώρο. (Μονάδες 12)
β) « ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: “Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα”»: Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13)
Μονάδες 25
Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου «Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι» με το απόσπασμα που ακολουθεί από την «Ἀπογραφή ζημιῶν» του ίδιου συγγραφέα.
Μονάδες 20

Δίπλα στό «Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος ἦταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ὅπου μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τῆς πλατείας, πού σήμερα ὀνομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα
γριές Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ἀτλαζένιες1 φορεσιές τῆς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί ἀναμάρτητα ἡ ἅγια ἀργία2. Τά σπίτια αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ὁπωσδήποτε οἱ στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ἄλλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ἔνδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς καί τό θεωροῦν ὅλοι τους εὐκαιρία νά ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα τους καί τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ἐνοχλητικές αὐτές παλιατσαρίες3, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό χρόνια, ὅλη ἡ παλιά γειτονιά ἡ γύρω ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε τόν τόνο καί τά ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα.
(Γιώργου Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980)
----------
1. ατλαζένιες: γυαλιστερές
2. άγια αργία: εννοεί την ημέρα του Σαββάτου, ημέρα αργίας για τους Εβραίους
3. παλιατσαρίες: σύνολα παλαιών, φθαρμένων ή και άχρηστων αντικειμένων

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥΣ
1. Στο τετράδιο να γράψετε μόνον τα προκαταρκτικά (ημερομηνία, εξεταζόμενο μάθημα, κατεύθυνση). Να μην αντιγράψετε τα θέματα στο τετράδιο.
2. Να γράψετε το ονοματεπώνυμό σας στο πάνω μέρος των φωτοαντιγράφων, αμέσως μόλις σας παραδοθούν. Καμιά άλλη σημείωση δεν επιτρέπεται να γράψετε.
Κατά την αποχώρησή σας να παραδώσετε μαζί με το τετράδιο και τα φωτοαντίγραφα.
3. Να απαντήσετε στο τετράδιό σας σε όλα τα θέματα.
4. Να γράψετε τις απαντήσεις σας μόνον με μπλε ή μόνον με μαύρο στυλό διαρκείας και μόνον ανεξίτηλης μελάνης.
5. Κάθε απάντηση τεκμηριωμένη είναι αποδεκτή.
6. Διάρκεια εξέτασης: τρεις (3) ώρες μετά τη

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα