52 λέξεις που δεν θα καταλάβεις αν δεν είσαι Βορειοελλαδίτης

52 λέξεις που δεν θα καταλάβεις αν δεν είσαι Βορειοελλαδίτης

Τις προάλλες, ένας φίλος από Σέρρες μου είπε ακριβώς το εξής, εξηγώντας μου την αφορμή ενός τηλεφωνήματος: «έτσι, μωρέ, για το μουχαμπέτι». Συγγνώμη, το ποιο; Μου εξήγησε πως η λέξη είναι πολύ κοινή στη Βόρεια Ελλάδα, και ουσιαστικά σημαίνει «ψιλοκουβέντα». Ίσως αυτό που εμείς λέμε πλέον «σουσου». Ο φίλος είνα Βορειοελλαδίτης και τόσο εκείνος και το «μουχαμπέτι» του όσο και ένα βίντεο που πέτυχα σκρολάροντας στο TikTok με έβαλαν στη διαδικασία να ψάξω λέξεις που είναι εντελώς συνηθισμένες στη Βόρεια Ελλάδα και παντελώς άγνωστες από τη Θεσσαλία και κάτω.

Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα «όζας»; Ναι, ξέρω δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Στο sarantakos.wordpress.com βρήκα μια καταχώρηση από το κάπως μακρινό πια 2017, στην οποία έχει δημιουργήσει μία λίστα με 52 λέξεις οι οποίες είναι κοινές στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά δεν υπάρχουν σε κανένα νεοελληνικό λεξικό. Οι 51 από αυτές είναι δάνεια από την τουρκική γλώσσα.

@glossonauts ???????? Northern Greece words that you don't know! #greek #greece #dialects #thessaloniki #learngreek #greekdialects ♬ πρωτότυπος ήχος - Glossonauts

Ορίστε, λοιπόν, 52 λέξεις που δεν θα καταλάβεις αν δεν είσαι Βορειοελλαδίτης:
1. αβτζής ο : (παρωχ., λαϊκότρ.) κυνηγός, καλός σκοπευτής. [τουρκ. avcι -ς]

2. ανταλής ο : (λαϊκότρ.) νησιώτης, ιδίως αυτός που κατάγεται από τα νησιά του ανατολικού Aιγαίου ή της Προποντίδας. [τουρκ. adalι -ς (ada `νησί΄)]

3. αντάμης ο : (λαϊκ.) θαρραλέος, παλικαράς: Mας κάνει τον αντάμη. || φίλος, λεβέντης, άντρας. [τουρκ. adam `άνθρωπος, άντρας΄ -ης· αντάμ(ης) -ισσα]

4. αντέτι το : (λαϊκότρ.) συνήθεια, έθιμο. (έκφρ.) το ΄χω ~, το συνηθίζω. κάνω το ~ μου, κάνω ό,τι θέλω· ΣYN έκφρ. κάνω το δικό μου. [τουρκ. âdet (από τα αραβ.) -ι]

5. ασουρές ο : είδος ανατολίτικου γλυκίσματος από βρασμένο σιτάρι, που σχηματίζει μια πολτώδη μάζα και όπου προσθέτουν σταφίδες και καρύδια. [τουρκ. aşure (από τα αραβ.) -ς]

6. αχμάκης ο : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο αφελή, απλοϊκό: Tην έπαθε σαν ~. || για άνθρωπο νωθρό. [τουρκ. ahmak -ης· αχμάκ(ης) -ισσα]

7. γκιούμι το : μεταλλικό δοχείο με λαβή και με λαιμό που στενεύει. [τουρκ. güğüm -ι (χαλαρή άρθρ. του [ğ] στα τουρκ.) με απλοπ. των δύο όμ. φων.]

8. ζαρίφης ο : (λαϊκότρ., για πρόσ.) κομψός, λεπτός, ευγενικός στους τρόπους. [τουρκ. zarif -ης· ζαρίφ(ης) -ισσα]

9. καζάζης ο : (παρωχ.) αυτός που κατεργάζεται το μετάξι. [μσν. καζάζης < τουρκ. kazaz -ης]

10. κανάτι το : (τεχν., λαϊκότρ.) παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο, χωρίς γρίλιες. [τουρκ. kanat -ι]

11. καπάντζα η & καπαντζές ο : (λαϊκότρ.) 1. είδος παγίδας για πουλιά ή για ποντίκια. 2. καταπακτή. [τουρκ. kapanc a· ίσως τουρκ. kepenk, -gi `καταπαχτή΄ -ές με επίδρ. της λ. καπάντζα]

12. κεζάπι το : κοινή ονομασία για το υδροχλωρικό οξύ. [τουρκ. kezzap (αραβ. kezzab) -ι]

13. κερεστές ο : (λαϊκότρ.) οικοδομήσιμη ξυλεία. [τουρκ. kereste -ς]

14. λεμόντοζου το & λεμόντουζου το (άκλ.) : το κιτρικό οξύ, στη μαγειρική, ως υποκατάστατο του ξιδιού ή του χυμού του λεμονιού: Έβαλε ~ στο γλυκό που έκανε για να μη ζαχαρώσει. [τουρκ. limontozu, limontuzu με τροπή [i > e] κατά το λεμόνι]

15. λεμπλεμπί το (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) τα μαλακά στραγάλια. [τουρκ. leblebi]

16. μάσαλα επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ.) για να εκφράσουμε θαυμασμό, επιδοκιμασία, επιβράβευση ή για αποτροπή βασκανίας: ~ το παιδί, πόσο ψήλωσε! [τουρκ. maşallah (από τα αραβ.)]

17. μασάλι το : (προφ., σπάν.) ψέμα ή σαχλαμάρα. [τουρκ. masal `παραμύθι, ψέμα΄ (αραβ. mesel) -ι]

18. ματζίρης ο : (προφ.) ο τσιγκούνης ή ο κακομοίρης. [τουρκ. muhacir -ης (από τα αραβ.) `πρόσφυγας΄ με αποφυγή της χασμ.· ματζίρ(ης) -ισσα]

19. μισμίζης ο : (προφ.) άνθρωπος μίζερος ή σχολαστικός. [τουρκ. mιzmιz `αναποφάσιστος, δυσάρεστα λεπτολόγος΄ -ης· μισμίζ(ης) -α]

20. μουχαλεμπί το : γλύκισμα τουρκικής προέλευσης με γάλα και ρυζάλευρο. [τουρκ. muhallebi (από τα αραβ.)]

21. μουχαμπέτι το : ψιλοκουβέντα: Tους βρήκα να το ΄χουν ρίξει στο ~. (έκφρ.) αμέτι* ~. [τουρκ. muhabbet -ι (από τα αραβ.) `φιλική κουβεντούλα΄]

22. μπάρεμ επίρρ. : (λαϊκότρ.) τουλάχιστο. [τουρκ. bari, barim (από τα περσ.) `τουλάχιστον΄]

23. μπατάλης ο : (προφ.) για άνθρωπο μεγαλόσωμο και άχαρο ή δυσκίνητο. || (ως επίθ.).

24. μπεζεστένι το : γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές ή αραβικές πόλεις. [μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) -ι]

25. μπουγάς ο : (λαϊκότρ.) ο ταύρος, ιδίως ο επιβήτορας. [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]

26. νισαντίρι το : συνθετικά παρασκευασμένη χημική ουσία, που ανήκει στα αμμωνιακά άλατα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχα νία χρωμάτων, στην ηλεκτροτεχνία και για τον καθαρισμό της επιφάνειας των μετάλλων· χλωριούχο αμμώνιο. [τουρκ. nιşadιr (από τα περσ.) -ι]

27. νούτικος : νούτικη κωμωδία, αυτοσχέδια μονόπρακτη κωμωδία που την έπαιζαν σε λαϊκές συγκεντρώσεις. [τουρκ. nut(u)k `διάγραμμα θεατρικής παράστασης για τους δόκιμους δερβίσηδες΄ με προσαρμ. στο επίθημα -ικος]

28. ντεμέκ : (προφ., λαϊκ.) δήθεν, τάχα: Ρώτησε πού σε γνώρισα· ~ δεν ήξερε. || σε θέση επιθέτου για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο που παρουσιάζεται ως αληθινό: Ήταν, λέει, ~ συμμαθήτριά του. [τουρκ. demek]

29. ντουγάνι το : άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει, που είναι ξεροκέφαλος ή αμαθής. [ίσως τουρκ. doğan `γεράκι΄ -ι με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ]

30. όζα η : βερνίκι για τα νύχια. [μάλλον από γαλλ. auge μέσω τουρκ.]

31. πεσκίρι το : (λαϊκότρ.) η πετσέτα του προσώπου. [τουρκ. peşkir (από τα περσ.) -ι]

32. ραγάνι το : (λαϊκότρ.) καταιγίδα με ανεμοστρόβιλο· (πρβ. τυφώνας). [τουρκ. urağan (< γαλλ. ouragan) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

33. ρεντές ο : (παρωχ.) σκεύος της κουζίνας που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, κρεμμύδι κτλ.· τρίφτης. [τουρκ. rede -ς]

34. σαν φιστίκ το : φιστίκι Aιγίνης. [τουρκ. şamfιstιğι (“φιστίκι της Συρίας”) με διαίρεση στα δύο συνθετικά, τροπή του τελικού [m > n] και προσαρμ. στη λ. φιστίκι]

35. σελτές ο : (λαϊκότρ.) το στρώμα. [τουρκ. şilte `λεπτό στρώμα΄ -ς με τροπή [si > se] ]

36. σουλιμάς ο : (οικ., συνήθ. χλευ.) παρασκεύασμα, συνήθ. σε μορφή αλοιφής, για τον καλλωπισμό του προσώπου· φτιασίδι, ψιμύθιο. [τουρκ. sulama `διάλυση με νερό΄ -ς]

37. ταρατόρι το : (σπάν.) τζατζίκι. [τουρκ. tarator -ι]

38. τιτίζης ο : (μειωτ., προφ.) άνθρωπος σχολαστικά λεπτολόγος. [τουρκ. titiz -ης· τιτίζ(ης) -α]

39. τόκα η : αγκράφα ζώνης. [τουρκ. toka (ίσως από τα βεν.)]

40. τούρνα η : μόνο στη ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο. [ίσως < ιταλ., σύγκρ. τουρκ. turna ( [túr-] ) `γερανός 1, όν. ομαδικού παιδικού παιχνιδιού΄]

41. τσαμπάσης ο : (λαϊκότρ.) ζωέμπορος, κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]

42. τσάταλο το & τσατάλι το : 1. (λαϊκότρ.) διχαλωτός πάσσαλος· φούρκα. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. β. αυστηρή επίπληξη. [τουρκ. çatal -ο, -ι]

43. τσατί το : (λαϊκότρ.) ο ξύλινος σκελετός της στέγης και ο χώρος που σχηματίζεται μετά την κάλυψη της στέγης. [τουρκ. çatι]

44. τσατμάς ο : στη λαϊκή αρχιτεκτονική, είδος τοιχοποιίας η επιφάνεια της οποίας κατασκευάζεται από λεπτές σανίδες ή από πλεγμένα καλάμια που τα γεμίζουν με λάσπη ή με τούβλα και τα καλύπτουν με σοβά. [τουρκ. çatma -ς]

45. τσελίκι : 1. (λαϊκότρ.) ατσάλι. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο με ατσάλινη υγεία, πολύ γερό. [τουρκ. çelik -ι· υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]

46. τσιβί το : (οικ.) 1. ξύλινο καρφί. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ ενοχλητικό, δυσάρεστο ή δύσκολο. [τουρκ. çivi (στη σημ. 1)]

47. τσιλές ο : κούκλα 2: Nήματα σε τσιλέδες. [τουρκ. çile -ς]

48. τσιμένι το : ουσία με την οποία καλύπτουν τον παστουρμά. [τουρκ. çemen (από τα αρμεν.) -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι – τσιλίκι ]

49. τσινάρι το : λαϊκός τύπος νεαρού ατόμου που είναι μοντέρνα αλλά πολύ κακόγουστα ντυμένος. [παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]

50. φαρφάρας ο : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια. [τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]

51. χαντούμης ο : (λαϊκότρ., υβρ.) ευνούχος, ανίκανος. [τουρκ. hadιm -ης]

52. χικ μικ : (προφ.) για να δηλώσουμε ότι δε δεχόμαστε αντιρρήσεις ή δικαιολογίες: Θα πας οπωσδήποτε· ~ δεν έχει. [τουρκ. hιk mιk για έκφραση υπεκφυγής ή δισταγμού, hιk: ηχομιμ. `γκλου γκλου΄, mιk: τροποποίηση του hι

mikropragmata.lifo.

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα