Το "μακρύ ζεϊμπέκικο" σε νυχτερινό κέντρο της Αθήνας: Σκότωσε τρεις και μαχαίρωσε άλλους εφτά

Το "μακρύ ζεϊμπέκικο" σε νυχτερινό κέντρο της Αθήνας: Σκότωσε τρεις και μαχαίρωσε άλλους εφτά

Στην έξοδο των δικαστηρίων της Ευελπίδων τις καθημερινές και στην οδό Ανδριανού στο Μοναστηράκι τα Σαββατοκύριακα ένας εβδομηντάρης με καφέ ή μαυρά ρούχα κι ένα καπέλο που “θυμίζει Ρωσία” πουλάει ένα βιβλίο.

Είναι ο Νίκος Κοεμτζής. Σκότωσε τρεις και μαχαίρωσε άλλους εφτά. Για μια «παραγγελιά». (;)

Έγραψε τη ζωή του σε βιβλίο – «Το μακρύ ζεϊμπέκικο». Ο Διονύσης Σαββόπουλος διάβασε το βιβλίο και το έφτιαξε τραγούδι. Ο Παύλος Τάσιος άκουσε το τραγούδι και έφτιαξε ταινία.

Σήμερα πουλάει το βιβλίο του για να βγάζει τα προς το ζην.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…

Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ένας μικροκακοποιός – «φτωχοδιάβολος», γεννημένος σ’ ένα φτωχοχόρι της Πιερίας και κυνηγημένος από μικρό παιδί για τις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις αυτού και της οικογένειάς του.

Η περιπλάνησή του σε καιρούς φτώχειας και πολιτικού διωγμού τον οδηγεί στη Θεσσαλονίκη όπου κάνει διάφορες δουλειές και έπειτα στην Αθήνα. Φλερτάρει με την παρανομία και μπαίνει για πρώτη φορά φυλακή το 1967-68.

Τον Φεβρουάριο του 1973 –μόλις έχει αποφυλακιστεί- βρίσκεται σε ένα νυχτερινό κέντρο (στο μπουζουξίδικο «Νεράιδα») με τον μικρότερο αδερφό του Δημοσθένη και την παρέα τους. Ο Δημοσθένης «κάνει παραγγελιά» στην ορχήστρα τις «βεργούλες» («Τα δυο σου χέρια πήρανε …» – ζειμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη) και σηκώνεται να χορέψει. «Άγραφος νόμος» τότε στα μαγαζιά αυτά ήταν ότι στην παραγγελιά χορεύει μόνο αυτός που την έκανε. Τρεις ασφαλίτες, όμως, που βρίσκονταν στο μαγαζί -και ξέρανε πολύ καλά τίνος ο αδερφός χορεύει- σηκώθηκαν και χόρευαν γύρω του. Γίνεται παρεξήγηση και οι ασφαλίτες αρχίζουν να χτυπούν τον Δημοσθένη. «Παραγγελιά, ρε!!!» φώναξε ο Νίκος· έβγαλε τη φαλτσέτα και θέρισε: 3 αστυνομικοί νεκροί και 7 τραυματίες … Καταδικάστηκε σε θάνατο και βίωσε την επί έτη αναμονή της εκτέλεσής του (βλ. παρακάτω death row phenomenon). Έμεινε στη φυλακή 23 χρόνια.

«Το μακρύ ζεϊμπέκικο» – το βιβλίο

Μέσα στη φυλακή αρχίζει να διαβάζει και να μαθαίνει να γράφει. Ο Νίκος Κοεμτζής ξεκίνησε –με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε- αυτήν εδώ την αυτοβιογραφία για να δώσει υλικό στον δικηγόρο του για την υπεράσπισή του στο δικαστήριο. Ο λόγος του αποπνέει μια αυθεντική «λαϊκή» οσμή – χωρίς υπερβολή, θυμίζει Μακρυγιάννη.

Περιγράφει τη ζωή του ως παιδί. Μια ιστορία μεγάλης φτώχειας – της χειρότερης ίσως δυνατής που θα μπορούσε να βιωθεί στην οικονομικά κατεστραμένη τότε ελληνική επαρχία. Ο Νίκος Κοεμτζής παρουσιάζει τον εαυτό του ως νέο Όλιβερ Τουίστ – είμαστε, όμως, σχεδόν σίγουροι ότι δεν έχει διαβάσει ποτέ μέχρι τότε το βιβλίο του Καρόλου Ντίκενς! Ο πατέρας του είχε χαρακτηριστεί κομμουνιστής γιατί είχε βγει στο βουνό με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το 1945 οι «χωροφύλακες» κυριολεκτικά «σπάζουν στο ξύλο» τον πατέρα του μικρού Νίκου μπροστά στα παιδιά του μα και τον –ανάπηρο από τον πόλεμο του 1913- παππού του. Από τότε ο Νίκος Κοεμτζής σιχαινόταν όποιον φορά στολή, όπως λέει. Ο πατέρας του μπαίνει φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και μετά την αποφυλάκισή του η πολυμελής οικογένειά του μετακομίζει κυνηγημένη «από χωρίου εις χωρίον» κάνοντας αγροτικές εργασίες για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Η φτώχεια τον οδηγεί στη Θεσσαλονίκη όπου περνά την εφηβεία του και κάνει διάφορες δουλειές (γράφει ότι επειδή ήταν «ξύπνιος και καταφερτζής» είχε πετύχει να γίνει το καλύτερο «μαναβάκι» της αγοράς). Έπειτα –το 1958- κατεβαίνει στην πρωτεύουσα. Αρραβωνιάζεται αλλά ο αρραβώνας διαλύεται γιατί η Αστυνομία δημιουργεί προβλήματα στην ευηπόληπτη οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του εξαιτίας του και επειδή δεν δέχεται να γίνει «ρουφιάνος της Αστυνομίας».

Ο εργοδότης του δεν του δίνει τα λεφτά που του χρωστάει· ο Κοεμτζής κάνει «μήνυση» (μάλλον εννοείται αγωγή) και το δικαστήριο συνεχώς αναβάλλεται. Τότε τον κλέβει· και μπαίνει φυλακή. Εκεί υφίσταται σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια (ας μην ξεχνάμε ότι μιλούμε για την περίοδο της δικτατορίας)· μόλις λίγα χρόνια μετά η περιπτωσή του θα αποτελέσει ίσως την κλασσικότερη επιβεβαίωση της παραδοχής ότι «η βία γεννά βία».

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Νίκος Κοεμτζής περιγράφει αρχικά την προφυλάκισή του στις Φυλακές Κορυδαλλού και τη συναντησή του με τον αδελφό του και το φίλο του που είχε πέσει κι αυτός θύμα του θανατηφόρου μαχαιριού του. Η υγεία του είναι πολύ άσχημη και δεν μπορεί να περπατήσει από τις σφαίρες που του είχαν ρίξει στα πόδια οι ατυνομικοί όταν τον συνέλαβαν – όλοι νομίζουν πως θα μέινει ανάπηρος. Τους ζητάει λοιπόν να του θυμήσουν τί ακριβώς έγινε κείνο το βράδυ γιατί αυτός δεν θυμάται τίποτα κι έτσι εξιστορεί το «ατύχημα» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει) εκείνης της βραδιάς.

«… στο μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… πέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. … Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου. …».

Κι εδώ αρχίζουν και οι περιγραφές για τη φυλακή και γενικότερα για το σωφρονιστικό σύστημα της εποχής (που δεν είναι και τόσο μακρινή): «Μέσα στη φυλακή συναντάς ειδών-ειδών ανθρώπους, υπάρχουν οι ευαίσθητοι και οι αναίσθητοι. Οι πιο πολλοί από τους ευαίσθητους ψάχνουνε να βρούνε μια σανίδα σωτηρίας. Οι αναίσθητοι πάλι έχουνε πωρωθεί και κοιτάζουνε πώς να περάσουνε την ημέρα τους με το χάχα-χούχα. Είναι σαν τα ζώα, και οι πιο πολλοί κοιτάζουνε, όταν βλέπουνε κανέναν μικρό να πέφτει στη φυλακή για πρώτη φορά, να τον κάνουνε σαν τα μούτρα τους, ανήθικο και πορωμένο, να μη σέβεται καμιά απολύτως ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Με μια λέξη, ρουφιάνοι είναι, μπινέδες είναι, παιδεραστές είναι, όλα τα κακά απάνω τους τα έχουνε.

Γι’ αυτό θα ήταν σωστό το Υπουργείο Δικαιοσύνης να μη βάζει τους υπότροπους κρατούμενους με τους πρωτάρηδες. …».

Στο «μακρύ ζεϊμπέκικό» του (είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του – για ένα ζεϊμπέκικο που ποτέ δεν χόρεψε κι όμως κράτησε τόσα χρόνια) ο Νίκος Κοεμτζής συνεχίζει εξιστορώντας την δίκη του. Τα ΜΜΕ τον παρουσιάζουν ως αιμοβόρο κτήνος και βαφτίζουν τους όποιους επικίνδυνους εγκληματίες «Κοεμτζήδες». Μπορούμε, επίσης, για μια ακόμη φορά (πέρα από τις προσωπικές μας εμπειρίες στα δικαστήρια) να διακρίνουμε την απόσταση μεταξύ των γεγονότων και όσων ακούγονται κατά την ακροαματική διαδικασία. Η λάβρα απολογία του και η ανάληψη από μέρους του όλων των ευθυνών κλέβουν την παράσταση…

Το πλέον συγκλονιστικό σημείο του βιβλίου του ίσως είναι η περιφραγή της ζωής του ως μελλοθάνατου στο «σπίτι του πόνου» (τις φυλακές) της Αλικαρνασσού. Ο Κοεμτζής κρατείται στην απομόνωση, σ’εναν τάφο για ζωντανούς και μέσα στη βρωμιά. Έρχεται σε επαφή μόνο με τον δεσμοφύλακά του και με κάποιους κρατούμενους-ρουφιάνους που του βάζουν στο διπλανό κελί οι αστυνομικοί για να «τσεκάρουν τη συμπεριφορά του». Περιμένει από μέρα σε μέρα να εκτελεστεί. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας ηγούμενος – μόλις είδε τους παπάδες πίστεψε ότι ήρθαν να τον πάρουν για να τον «ρίξουν». Η Ελλάδα της δικτατορίας δεν είχε έως τότε φανταστεί τη σημασία και τις επιπτώσεις του «συνδρόμου του διαδρόμου του θανάτου» (death row phenomenon/syndrome) – ακόμη και η έντονη αγωνία και ο τρόμος τον οποίο αισθάνεται ο υποβαλλόμενος σε μια τέτοια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία αναμονής του θανάτου του συνιστούν (σύμφωνα και με την μετέπειτα νομολογία του ΕΔΔΑ – πρβλ. απόφαση Soering vs UK) απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αντίθετη και με το ά. 3 της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, η πολιτική βούληση είχε ήδη γίνει σαφής: ενώ η ΕΣΔΑ έχε κυρωθεί από την χώρα μας με τον ν. 2329/1953, κατά την περίοδο της δικτατορίας -από το 1967 έως το 1974 – οπότε και λαμβάνει χώρα και η δίκη και καταδίκη του Νίκου Κοεμτζή- η Ελλάδα, προκειμένου να αποφυγει την αποπομπή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αποχώρησε κι έτσι έπαψε να είναι μέλος της ΕΣΔΑ. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η Ελλάδα επανακύρωσε την ΕΣΔΑ με το ν.δ. 53/1974 και επανεντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης (βλ. Στ. Ματθίας, Γ. Κτιστάκις, Λ. Σταυρίτη, Κ. Στεφανάκη, Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη, εκδ. ΔΣΑ, Αθήνα 2006, σελ. 26).

Μέσα στο κελί του γράφει ποιήματα – για να μην τρελαθεί. Προσπαθεί να αποτυπώσει στο χαρτί τις χιλιάδες σκέψεις του… Η πιο συνταρακτική είναι η σκηνή κατά την οποία βγάζει μόνος του (γιατί ο γιατρός της φυλακής δεν του δίνει σημασία!) από το πόδι μια σφαίρα που είχε ξεμείνει από τη μέρα που τον συνέλαβαν.

Το βίβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο: « … Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982.… Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996.».

Η επιθυμητή προσέγγιση του βιβλίου στον εν λόγω άρθρο ακροβατεί μετάξύ καλλιτεχνικής και εγκληματολογικής κριτικής. Ας σταθούμε, όμως, τέλος, λίγο παραπάνω στην εγκληματολογική αξία του συγκεκριμένου βιβλίου (θεώρηση η οποία λίγο πολύ ισχύει και για τα καλλιτεχνικά έργα που ακολούθως παρουσιάζονται) η οποία είναι αδιαμφισβήτητη. Η μελέτη των αυτοβιογραφιών εγκληματικών -πρακτική που υιοθετήθηκε από την οικολογική Σχολή του Σικάγο- μπορεί να μας οδηγήσει σε πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με το πώς βαραίνει και ποια σημασία δίνει ο ίδιος ο δράστης στην πράξη του και σε ποιον ηθικό κώδικα υπακούει. Η θεώρηση του εγκληματικού φαινομένου μέσα από τα μάτια του ίδιου του δράστη μπορεί να βοηθήσει κάθε επιστήμονα να αναλύσει και να προτείνει εν τέλει καλύτερες πολιτικές πρόληψης. Επιπρόσθετα, μέσα και από τη μελέτη της συγκεκριμένης αυτοβιογραφίας ανακαλύπτουμε – σελίδα με σελίδα – την πραγμάτωση των θεωριών της κοινωνικής αντίδρασης με βάση και την «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» της ετικέτας (βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, 2η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 275-278) και το μέγεθος της κοινωνικής ευθύνης στην κατασκευή του εγκληματία μέσα από το αιματηρό του passage à l’ acte.

«Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» – το τραγούδι

Ο Διονύσης Σαββόπουλος αφού διάβασε «το μακρύ ζειμπέκικο» έγραψε τους στίχους και μελοποίησε το «μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» και το συμπεριέλαβε στον δίσκο «Ρεζέρβα». Ζεϊμπέκικο το οποίο διαρκεί περίπου 13’30’’, αργό, μακρόσυρτο. Ο Σαββόπουλος σε μια ανεπανάληπτη ερμηνεία – επίτηδες και ανατριχιαστικά μονότονη – και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης σε λιτά μα γλαφυρά «κεντήματα» με το μπουζούκι του …

Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι.

Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;

Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη

-Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη-

Γεννήθηκε σ΄ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.

Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.

Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη…

Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.

Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ΄ το σαράντα πέντε

κι οι χωρικοί απ΄ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ΄ τον γιο.

Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία

του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.

Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα

κυλάει απ΄ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;

Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,

για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν΄ η παρανομία.

Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας

Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας

Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε

Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ΄ την τρέλα, όχι για να σωθεί,

αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο

και τότε τού ΄παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!

Κι απ΄ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία,

μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.

Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του·

της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.

Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ΄ ένα κράτος

που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά-

κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,

βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.

«Ν΄ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ΄ αδελφάκι μου υψωμένο

να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»

Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο

Νίκο, σπασίματα γεμάτο

«Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν

κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.

Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:

«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.

Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.

Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»

Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.

Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.

Έξω απ΄ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το ΄χαν διαλύσει.

Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του

με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.

Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.

Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι.

Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.

Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!»

Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…»

Νίκο, σόι αλλοπαρμένο

Νίκο, τι έχεις καμωμένο;

Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν

«Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν΄ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν.

Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»

Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες.

Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του

από ένα νήμα που δεν θα ΄δινε σ΄ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.

Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ΄ριχναν στα πόδια.

Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του ΄δωσε μια με ένα καδρόνι…

Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;

Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.

Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν:

η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ΄ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.

Το ΄παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου,

μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…»

Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ΄ αφεντικό και τη νοικοκυρά του.

Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.

Νίκο, χωριό συσκοτισμένο

Νίκο, ποιοι σ΄ έχουν κυκλωμένο;

Ο ίδιος ξέγραψε απ΄ αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!»

Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.

Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω.

[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.]

Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει·

ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.

Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα

και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;

Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει.

Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές

σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας

στ΄ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.

Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα

και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει

στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία,

στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.

Νίκο, ποτέ δεν θα ΄ναι έτσι.

Νίκο, είν΄ η αρρώστια που μας σώζει

καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ΄ το κελί σου,

Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.

Η στιχουργική δεινότητα του Σαββόπουλου είναι παροιμιώδης. Σ’ ενα τραγούδι όλη η βιογραφία του Νίκου Κοεμτζή. Αναφορές στη ζωή του μετέπειτα φονιά εμπλουτισμένες με σουρεαλιστικές εικόνες (π.χ. «αποστασιοποίηση από την τρέλα»). Το περιεχόμενο ενός ολόκληρου βιβλίου σε 88 «δωρικού ρυθμού» στίχους με διάσπαρτα τα σχόλια του δημιουργού και την προσωπική του κατάθεση για όσα αφηγήθηκε.

Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.

Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω.

[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.

Ο Σαββόπουλος μας δημιουργεί εξ αρχής εικόνες φυλακής και φρίκης/παραλόγου («χλιμίντριζε η Σελήνη»). Ανά τέσσερις στροφές θα απευθύνει τον λόγο στον Κοεμτζή σε μια προσπάθειά του να συνομιλήσει μαζί του, να τον κατανοήσει (όχι να τον δικαιολογήσει).

Το τραγούδι ξεκινά με μια κιθάρα και τα υπόλοιπα όργανα. Το μπουζούκι αρχίζει να ακούγεται από τη στροφή:

Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο

Νίκο, σπασίματα γεμάτο

Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης έχει ηχογραφήσει ένα από τα καλύτερα σόλο μπουζουκιού στην ελληνική δισκογραφία.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με αυτό του το τραγούδι – το οποίο δεν έγινε επιτυχία λόγω της μεγάλης διάρκειας μα και του ίδιου του θέματος το οποίο αποτελούσε μια «καυτή πατάτα» για την κοινωνία της εποχής- κάνει πράξη τη ρήση του γνωστού Ολλανδού φιλοσόφου Βενέδικτου ντε Σπινόζα (1632-1677): «αντί να περιγελάσω, να οικτίρω ή να καταραστώ της ανθρώπινες πράξεις μερίμνησα με ιδιαίτερη φροντίδα να τις κατανοήσω».

«Παραγγελιά» – η ταινία

Το 1980 ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος βρίσκει στο έγκλημα του Κοεμτζή την έμπνευση για την ταινία του. Κινηματογραφεί, λοιπόν, το φονικό εκείνης της αποφράδας μέρας σε μια ταινία με τον τίτλο «παραγγελιά».

Στο cast της ταινίας συμμετέχει η αφρόκρεμα της υποκριτικής. Στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή ο (εκπληκτικός και στην καλύτερη κινηματογραφική του στιγμή) Αντώνης Αντωνίου και στον ρόλο του Δημοσθένη Κοεμτζή ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνουν η Όλια Λαζαρίδου, ο Νικήτας Τσακίρογλου, ο Γιώργος Κοτανίδης, η Βίκυ Βανίτα, ο Χρήστος Τσάγκας, ο Γιάννης Μποστατζόγλου, ο Τάκης Βλαστός κ.α. Τέλος, η Κατερίνα Γώγου πρωταγωνιστεί παράλληλα και όχι μέσα στην εξιστόρηση του περιστατικού – εν είδει αφηγήτριας -καταγράφοντας με δικά της ποιήματα τα οποία απαγγέλει το νόημα ύπαρξης της ταινίας.

Το σκηνικό είναι ένα μπουζουξίδικο της εποχής. Στο γύρισμα συμμετέχουν γνωστοί τραγουδιστές όπως η Ελένη Ροδά και ο Γιώργος Καμπουρίδης.

Το σενάριο του Παύλου Τάσιου εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο με κάποιους εγκιβωτισμούς της σκηνής του φονικού ενώ η εξέλιξη της ιστορίας έχει διακοπεί από της αφήγηση της Κατερίνας Γώγου. Η ταινία ξεκινά (και τελειώνει επίσης) με τα σκαμμένα πρόσωπα ανθρώπων που συναντάμε καθημερινά – ο πρωταγωνιστής είναι ένας απ’ αυτούς, ένας από εμάς. Έπειτα, ακολουθεί η σκηνή όπου το μπουζουξίδικο ετοιμάζεται για να ανοίξει… Θα ακολουθήσει όμως μια βραδιά διαφορετική…

Το δεύτερο μέρος της ταινίας αποτελεί μια σχηματική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο η αστυνομία φθάνει στην σύλληψη του εγκληματία.

Αδιαμφισβήτητα κορυφαίες στιγμές της ταινίας αποτελούν η κραυγή «παραγγελιά!» πριν ο πρωταγωνιστής ορμήσει στην πίστα με το μαχαίρι του καθώς και η σκηνή της σύλληψης: «Να σημαδέψεις καλά… Σκότωσέ με να ξεβρωμίσει η κοινωνία σας… Όχι στα πόδια… ».

Σε ολόκληρη την ταινία δεν ακούγεται καθόλου το όνομα Κοεμτζης. Μάλιστα, το σενάριο του Τάσιου αποτελεί μια κινηματογραφική διασκευή των πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτυπώνει ακριβώς -ως ιστορικά- τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς. Εξάλλου, δεν είναι αυτός ο στόχος του…

Γιατί η ταινία του Τάσιου θα είχε ελάχιστο ενδιαφέρον και νόημα ύπαρξης αν απλώς έστηνε μια αναπαράσταση του εγκλήματος με ύφος ντοκυμαντερίστικο. Ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει τους σκοπούς του: «Είμαι μαζί του στο βαθμό που δεν τον αφήνουν να εκφραστεί ελεύθερα και επαναστατεί η καταπιεσμένη του φύση» επιθυμώντας να πάρει αποστάσεις από τυχόν ταυτίσεις με τον δράστη. Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία του έργου. Τίθεται ως θέμα το σε ποια κοινωνία και υπό ποίες συνθήκες οδηγείται ένας άνθρωπος να συμπεριφερθεί έτσι: η Ελλάδα της Χούντας, της πολιτικής και καλλιτεχνικής φίμωσης, των κοινωνικών ανισοτήτων, της καταδίκης πολιτικών πεποιθήσεων, των πολιτικών βασανιστηρίων και δολοφονιών και της κοινωνικής καταπίεσης, που δεν επιτρέπει συλλογικούς τρόπους έκφρασης και καλλιεργεί, τοιουτοτρόπως, βίαια και εγκληματικά ξεσπάσματα. «Και μέσα κι έξω φυλακή»· σε μια πρόταση ο πρωταγωνιστής έχει κλείσει όλο το κοινωνικό (μα και προσωπικό του) αδιέξοδο της εποχής…

Καταλυτική, επομένως, η παρουσία της Κατερίνας Γώγου η οποία εμφανίζεται απαγγέλοντας τα ποιήματά της χορεύοντας, κλαίγοντας, φωνάζοντας. Στα ποιήματά της αφουγκράζεται την πραγματικότητα γύρω της και παίρνει ξεκάθαρη πολιτική θέση: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος…».

Ποιήματα που δυστυχώς μπορούν να είναι διαχρονικά όσο υπάρχει οποιουδήποτε είδους περιθώριο. Ποιήματα που ελάχιστοι έχουν σκεφτεί μέχρι σήμερα να αναλύσουν:

«…Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο

που ξεπουλάν τη φάρα της

χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεϊμπέκικο

κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι

Η ΜΟΝΑΞΙΑ,

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΑΣ ΛΕΩ,

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΛΕΩ,

ΕΙΝΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ

ΠΟΥ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΣΑΣ

ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ…»

Η μουσική της ταινίας, που έγραψε ο (τότε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ) Κυριάκος Σφέτσας και επένδυσε τα εν λόγω ποιήματα, κυκλοφόρησε σε δίσκο (ΕΜΙ-1981) με τίτλο «ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ» και απέσπασε το βραβείο καλύτερης μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1980 όπου η ταινία πήρε συνολικά πέντε βραβεία.

Επιμύθιον

Ο Νίκος Κοεμτζής σκότωσε και εξέτισε την ποινή που η Πολιτεία του επέβαλε για τα εγκλήματά του αυτά. Ούτως ή άλλως, κάθε προσπάθεια ηρωοποίησης όσων διαπράττουν τέτοια εγκλήματα πέφτει αδιαμφισβήτητα στο κενό ακόμα κι αν η ιστορία αυτού του ανθρώπου συγκίνησε την καλλιτεχνική δημιουργία. Ίσως, λοιπόν, αν κάποια στιγμή έρθουμε σε επαφή με όλα τούτα τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα να πρέπει να κινούμαστε κυρίως με την πυξίδα των ερωτημάτων του πώς γεννιέται ένας εγκληματίας και ποια ενδεχομένως η κοινωνική ευθύνη. Έτσι όπως «σωφρονίζεται» ο εγκληματίας εκτίοντας την ποινή του, έτσι και η ίδια η κοινωνία πρέπει να προβληματίζεται όταν ένα μέλος της την απορρίπτει καταφεύγοντας στο έγκλημα. Και όσα παραπάνω αναλύθηκαν όπως και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα μπορούν να αποτελέσουν αδιαμφισβήτητα την θρυαλλίδα μιας τέτοιας εγκληματολογικής ανάλυσης η οποία έχει πολλά να προσφέρει στην ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου, στην κατανόηση του εγκληματικού φαινομένου και τελικά στην πρόληψή του.

 

 

Πηγή: Τεύχος 7 του περιοδικού The Art of Crime/Φώτης Σπυρόπουλος

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα