Μάχη για την ιδιοκτησία του εμβολίου για τον κορονοϊό

Μετά τη δήλωση του Γάλλου προέδρου Μακρόν, σύμφωνα με την οποία «το εμβόλιο δεν μπορεί να είναι ιδιοκτησία κανενός» και την αντίστοιχη της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, περί «παγκόσμιου δημόσιου αγαθού», θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι το εμβόλιο για τον κορωνοϊό θα είναι καθολικά διαθέσιμο, αρκεί να ανακαλυφθεί. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, όπως δείχνει η αμήχανη στάση μεγάλων χωρών και εταιρειών απέναντι στην πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) που επιχειρεί να διασφαλίσει ακριβώς αυτό.

Η «δεξαμενή για την πρόσβαση στην τεχνολογία κατά του κορωνοϊού» (COVID-19 Technology Access Pool, αλλιώς C-TAP) ξεκίνησε να λειτουργεί στους κόλπους του ΠΟΥ με πρωτοβουλία 37 χωρών, στις 29 Μαΐου, την ημέρα που ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την πρόθεσή του να βγάλει τις ΗΠΑ από τον ΠΟΥ. Στόχος της C-TAP είναι να αποτελέσει αποθετήριο της κοινής γνώσης της ανθρωπότητας πάνω στην καταπολέμηση του κορωνοϊού, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία ανάπτυξης εμβολίων, διαγνωστικών και θεραπευτικών μεθόδων αλλά και να μπορέσει το εμβόλιο να παραχθεί αυτομάτως ως γενόσημο, από όσο το δυνατόν περισσότερες εταιρείες, προκειμένου να καλυφθεί η γιγάντια ζήτηση που θα υπάρξει σε όλο τον κόσμο.

«Ο διαμοιρασμός της πληροφορίας επιταχύνει την πρόοδο και μειώνει το κόστος» εξήγησε κατά την έναρξη του C-TAP ο Πολ Φέλερ, πρώην υπεύθυνος για ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην εταιρεία Novartis και νυν υπέρμαχος των ανοικτών δεδομένων. «Ακόμη και η μεγαλύτερη εταιρεία ή η μεγαλύτερη χώρα εισφέρει μικρό μέρος της συνολικής πληροφορίας. Συνεπώς, σε ένα περιβάλλον στο οποίο η πληροφορία διαμοιράζεται, τα οφέλη κάθε συνεισφοράς δεν αθροίζονται, αλλά πολλαπλασιάζονται. Μια κλινική έρευνα σε 1.000 ασθενείς γίνεται εύκολα σε 10.000, ένας φάκελος που υποβάλλεται στις υγειονομικές αρχές επωφελείται από την εμπειρία των προηγούμενων δέκα και ο επόμενος από των προηγούμενων 11, ενώ η παραγωγή μπορεί να αυξηθεί γρήγορα σε παγκόσμια κλίμακα».

Κρατώντας εμπιστευτικές τις πληροφορίες, οι εταιρείες που αναπτύσσουν καινοτόμα προϊόντα υπό φυσιολογικές συνθήκες έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. «Αλλά δεν βρισκόμαστε σε φυσιολογικές συνθήκες» σημειώνει ο Φέλερ. «Το καθολικό οικονομικό κόστος της COVID-19 πρέπει να πείσει τους πάντες να δώσουν προτεραιότητα στην ταχύτητα, η οποία επιτυγχάνεται και μέσω του διαμοιρασμού της πληροφορίας». 

Αρκεί όμως η επίκληση του κοινού καλού για να πεισθούν οι εταιρείες να παραδώσουν σε κοινή χρήση τους καρπούς των ερευνών τους; Πώς οι 37 χώρες, στις οποίες περιλαμβάνονται η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Βραζιλία, η Ινδονησία, το Βέλγιο, η Νότια Αφρική και το Μεξικό, θεωρούν ότι θα μπορούσαν να τις παροτρύνουν στο βήμα αυτό; Χρησιμοποιώντας  έναν συνδυασμό μαστιγίου και καρότου. Πέρα από το C-TAP, που καλεί τις εταιρείες να παραχωρήσουν οικειοθελώς τα δεδομένα, υπάρχει η επιλογή των αναγκαστικών αδειών (Compulsory licensing) με την οποία οι κυβερνήσεις μπορούν να επιβάλουν το σπάσιμο μιας πατέντας. Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής της αρμόδιας επιτροπής της ολλανδικής κυβέρνησης συνέστησε στα ολλανδικά υπουργεία Οικονομικών και Υγείας να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο αυτό σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο.

Πολλές εταιρείες απορρίπτουν εκ βάθρων τις βασικές παραδοχές στις οποίες βασίζεται η C-TAP, υποστηρίζοντας ότι όσο πιο αυστηρή είναι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο για έρευνα, άρα και τα οφέλη για όλους. «Παρότι συμμεριζόμαστε κάποιους από τους στόχους γύρω από την προσβασιμότητα και τη συνεργασία, διαφωνούμε με ορισμένες παραδοχές, καθώς υπονοείται ότι η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί εμπόδιο για την έρευνα και την ανάπτυξη φαρμάκων, τη συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα ή την πρόσβαση στα προϊόντα για την COVID-19» ανέφερε σχετική ανακοίνωση της Διεθνούς Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Εταιρειών (IFPMA). «Αυτό δεν αντιστοιχεί στη δική μας εμπειρία και μπορεί να αποβεί αντιπαραγωγικό».

Πατέντες φαρμάκων

Για την Ολλανδή δικηγόρο Ελεν ’τΧουν, τα επιχειρήματα αυτά είναι γνώριμα. Τα άκουγε από την αρχή της δεκαετίας του 1990, όταν αγωνιζόταν για την πρόσβαση του παγκόσμιου πληθυσμού στα φάρμακα κατά του έιτζ, τα οποία τότε ήταν διαθέσιμα μόνο σε πλούσιους. Οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν τελικά στη δημιουργία ενός αποθετηρίου για πατέντες φαρμάκων (ΜΡΡ) υπό την αιγίδα του ΠΟΥ, στο οποίο παρά τις αρχικές αντιρρήσεις, οι εταιρείες παραχώρησαν όλα τα βασικά φάρμακα του έιτζ, καθώς και ορισμένα για τη φυματίωση και την ηπατίτιδα, μειώνοντας κατακόρυφα τις τιμές και καθιστώντας τα προσβάσιμα σε όλους. «Το κρίσιμο για την επιτυχία του ΜΡΡ ήταν η πολιτική στήριξη. Στις ΗΠΑ, το υποστήριξε ο ίδιος ο πρόεδρος Ομπάμα και ζήτησε από τις εταιρείες να κάνουν το ίδιο» σημειώνει η ’τΧουν στην «Κ». «Ομως η επιτυχία για το ΜΡΡ ήρθε με είκοσι χρόνια καθυστέρηση. Τώρα δεν έχουμε την πολυτέλεια χρόνου».

Η ’τΧουν, συγγραφέας του βιβλίου «Private patents and public health» και πρώην μέλος του συμβουλίου διαχείρισης του ΜΡΡ δηλώνει εντυπωσιασμένη από την ταχύτητα με την οποία υιοθετήθηκε η πρόταση για την C-TAP, η οποία πέρα από αποθετήριο πατεντών, περιλαμβάνει μοντέλα ανοικτής καινοτομίας, μεταβίβασης τεχνολογίας, διαφάνειας στις κλινικές δοκιμές και υποχρέωση δημοσίευσης των δεδομένων που προκύπτουν από την αποκωδικοποίηση γονιδιώματος.

Τέλος, εφόσον κάποια από τις εκατοντάδες προσπάθειες που βρίσκονται σε εξέλιξη οδηγήσει στην ανακάλυψη εμβολίου, χρειάζεται να τεθούν παγκόσμιες προτεραιότητες για τη διανομή του. «Πρέπει να συμφωνηθεί ότι το εμβόλιο θα φθάσει στους υγειονομικούς όλου του κόσμου πριν φθάσει στους μη ευάλωτους πληθυσμούς των πλούσιων χωρών», λέει.

Προαπαιτούμενα 

Το «κλειδί» της μελλοντικής συνεργασίας των εταιρειών με το αποθετήριο τεχνολογίας για τον κορωνοϊό είναι η δημόσια χρηματοδότηση. «Τον Ιούνιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκέντρωσε σχεδόν 10 δισ. ευρώ δημόσιας χρηματοδότησης για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων για την COVID-19. Εκεί βρίσκεται η δύναμη», λέει η Ελεν ’τΧουν. «Οι κυβερνήσεις μπορούν να βάλουν όρους, λέγοντας χρηματοδοτούμε την ανάπτυξη εμβολίων υπό την προϋπόθεση ότι η γνώση που θα προκύψει θα είναι κοινώς διαθέσιμη. Ετσι μπορεί η πολιτική βούληση να μετατραπεί σε πραγματική δράση». Μιλώντας σε στρογγυλή τράπεζα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το θέμα, στα τέλη Ιουνίου, η ’τΧουν διαπίστωσε ότι υπήρχε ευρεία συμφωνία από τους εκπροσώπους χωρών και πολιτικών παρατάξεων γύρω από την ανάγκη να τεθούν προϋποθέσεις για την εκταμίευση των κρατικών κονδυλίων προς την έρευνα. «Να τεθούν προϋποθέσεις» για την εκταμίευση, γιατί, σε αντίθεση με όσα έχουμε συνηθίσει στη μνημονιακή Ελλάδα, ακόμη δεν υπάρχουν. «Σε άλλους τομείς καινοτομίας, όχι στα φάρμακα και τα εμβόλια, βλέπουμε ότι η Κομισιόν θέτει όρους δημόσιας πρόσβασης, κάτι που αποτελεί σημαντική πρόοδο, αλλά ακόμη δεν συμβαίνει αυτό με τα φάρμακα και τα εμβόλια», σημειώνει η Ολλανδή νομικός. «Οποιος αναπτύξει ένα προϊόν, φυσικά, θα το βγάλει στην αγορά, που στην περίπτωση του κορωνοϊού είναι τεράστια. Αλλά το επιχείρημα ότι χρειάζονται αποκλειστικά δικαιώματα για να πάρουν πίσω τα χρήματα που επένδυσαν, δεν λειτουργεί όταν τα χρήματα βγαίνουν από τις δικές μας τσέπες». 

kathimerini

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα