Πέθανε στο δικαστήριο ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι

Πέθανε στο δικαστήριο ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι

Έφυγε από τη ζωή ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι. Σύμφωνα με τα τοπικά Μέσα, ο Μόρσι εμφανίστηκε στο δικαστήριο και στη συνέχεια πέθανε. Όπως μετέδωσε η κρατική τηλεόραση, λιποθύμησε με την ακροαματική διαδικασία και λίγο αργότερα πέθανε.

Ο Μόρσι υπήρξε ο πέμπτος κατά σειρά Πρόεδρος της Αιγύπτου. Εξελέγη δημοκρατικά το 2012 μετά την Αραβική Άνοιξη του 2011 κι έτσι ήρθε η αλλαγή σελίδας στην ηγεσία της Αιγύπτου με τον Μόρσι να διαδέχεται τον Μουμπάρακ έπειτα από 30 χρόνια στην εξουσία.

Ανατράπηκε από τον Στρατό της χώρας στις 3 Ιουλίου 2013. Καταδικάστηκε σε θάνατο στις 16 Μαΐου 2015.

Γεννημένος στις 20 Αυγούστου του 1951 στο χωριό Έντβα της περιοχής Αλ-Σαρκία, στην Κάτω Αίγυπτο, σπούδασε Εφαρμοσμένη Μηχανική στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου (πτυχία Bachelor το 1975 και Master το 1978), ενώ έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα πάνω στην Επιστήμη Υλικών στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας στις ΗΠΑ το 1982. Από το 1982 έως το 1985 κατείχε θέση επίκουρου καθηγητή στο πανεπιστήμιο California State University του Νόρθρινγκ, ενώ το 1985 επέστρεψε στην Αίγυπτο και ανέλαβε τη θέση του επικεφαλής του τμήματος Μηχανικής του Πανεπιστημίου της Ζαγκαζίγκ, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 2010.

Ο Μόρσι υπήρξε ηγετικό μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και μέλος του Γραφείου Σχεδιασμού της (το 15μελές «Maktab al-Irshad»). Εξελέγη ως ανεξάρτητος βουλευτής στο Λαϊκό Κοινοβούλιο της Αιγύπτου το 2000, καθώς το καθεστώς Μουμπάρακ είχε απαγορεύσει την κάθοδο της Αδελφότητας ως νόμιμο σχηματισμό στις εκλογές. Παρέμεινε στο βουλευτικό αξίωμα μέχρι το 2005. Στις 30 Απριλίου του 2011, μετά τις πρώτες εξεγέρσεις στην χώρα κατά της κυβέρνησης Μουμπάρακ, ο Μόρσι αναλαμβάνει πρώτος πρόεδρος του νεοϊδρυθέντος, από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης. Μετά την επικράτηση της Αιγυπτιακής Επανάστασης και την πτώση της κυβέρνησης Μουμπάρακ (αναγκάστηκε σε παραίτηση στις 11 Φεβρουαρίου του 2011), η χώρα περιήλθε σε μια μακρά προεκλογική διαδικασία. Πρώτος υποψήφιος του Κόμματος της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης στις εκλογές που θα ακολουθούσαν τέθηκε ο Καϊράτ ελ-Σατέρ, ο οποίος είχε φυλακιστεί από το 2007 από την κυβέρνηση Μουμπάρακ έως τον Μάρτιο του 2011, όταν αφέθηκε ελεύθερος από το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Ελ-Σατέρ δεν μπόρεσε να λάβει μέρος στην εκλογική διαδικασία ως υποψήφιος πρόεδρος αφού το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων, που κατείχε την εξουσία την μεταβατική περίοδο, απέρριψε στις 31 Μαρτίου του 2012 την υποψηφιότητά του καθώς, σύμφωνα με τη νομοθεσία, έπρεπε να μην είχε φυλακιστεί για τουλάχιστον 6 χρόνια πριν την εκλογική διαδικασία.

Μετά τον αποκλεισμό του Ελ-Σατέρ, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, μέσω του Κόμματος της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης, όρισε ως υποψήφιο τον Μόρσι. Καθώς η Αδελφότητα είχε δηλώσει πως δεν θα κατέβαζε μέλος της για υποψήφιο στην εκλογική διαδικασία, για να κατευνάσει έτσι τους φόβους της Δύσης για μετατροπή της Αιγύπτου σε ισλαμιστικό κράτος, ο Μόρσι υποχρεώθηκε σε παραίτηση από μέλος της. Στον πρώτο γύρο των εκλογών που διεξήχθη στις 23 με 24 Μαΐου του 2012, ο Μόρσι κατέλαβε την πρώτη θέση. Δεύτερος ήρθε ο ανεξάρτητος Αχμέντ Σαφίκ. Οι δυο τους προκρίθηκαν στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Μόρσι παρουσίασε τον Σαφίκ ως συνεχιστή της πολιτικής Μουμπάρακ. Αντίθετα, κατηγορήθηκε ως υπερσυντηρητικός, με κάποια μέσα ενημέρωσης να συνδέουν αυτόν και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα με τις δράσεις εξτρεμιστών Μουσουλμάνων και τις σφαγές Χριστιανών στη χώρα εκείνη την εποχή. Στον επαναληπτικό γύρο της 16ης με 17ης Ιουνίου, ο Μόρσι κατέλαβε ξανά την πρώτη θέση με ποσοστό 51,73% έναντι 48,27% του Σαφίκ.

Στις 24 Ιουνίου ανακοινώθηκε και επίσημα ως νικητής των εκλογών. Την ίδια ημέρα υπέβαλε την παραίτησή του από την προεδρία του Κόμματος της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης. Ορκίστηκε πρόεδρος της Αιγύπτου στις 30 Ιουνίου του 2012. Ως πρόεδρος της χώρας, ο Μόρσι βρέθηκε αρχικά αναγκασμένος να αντιμετωπίσει τον κρατικό μηχανισμό που ήταν στελεχωμένος από πολλούς πρώην οπαδούς του Μουμπάρακ. Υπήρχαν φόβοι πως οι προσπάθειές του θα οδηγούσαν σε ρήξη με πολλά μέλη του, κυρίως με τους στρατιωτικούς. Στις πρώτες του δημόσιες δηλώσεις (29 Ιουνίου 2012), στην κεντρική πλατεία Ταχρίρ, υποσχέθηκε ότι θα προχωρούσε στην απελευθέρωση των διαδηλωτών που περίμεναν να δικαστούν σε στρατοδικεία αλλά και ότι θα προσπαθούσε να απελευθερώσει τον σεΐχη Ομάρ Αμπντέλ Ραχμάν, ο οποίος παρέμενε φυλακισμένος στις ΗΠΑ για τη συμμετοχή του στην βομβιστική επίθεση του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου το 1993.

Επιπλέον, προσπάθησε να επηρεάσει τις συζητήσεις για το νέο σύνταγμα της χώρας. Προσπάθησε να ευνοήσει ένα σύστημα που θα περιείχε μέτρα που προστάτευαν τους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα θα κατοχύρωνε το ισλαμικό δίκαιο. Το προσχέδιο του νέου Συντάγματος που υιοθετήθηκε τελικά όριζε το Ισλάμ ως θρησκεία του κράτους, έδινε κεντρικό ρόλο στη Σαρία ως βασική πηγή της νομοθεσίας (και αντίστοιχα στο Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμο ως βασική πηγή νομοθεσίας για τους Χριστιανούς και τους Εβραίους της χώρας), όριζε ότι το κράτος θα προστατεύει «την αληθινή φύση της αιγυπτιακής οικογένειας και θα προάγει τα ήθη και τις αξίες της», απαγόρευε σε ανώτερα στελέχη του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του Μουμπάρακ να πάρουν μέρος στις τοπικές ή τις βουλευτικές εκλογές επί 10 χρόνια, ενώ απουσίαζε από αυτό μια ρητή κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων.

Στις αρχές Ιουλίου του 2012 προσπάθησε να επαναφέρει τα μέλη του κοινοβουλίου που είχε διαλυθεί ένα μήνα νωρίτερα και στο οποίο κυριαρχούσαν οι ισλαμιστές του Κόμματος της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης και άλλων ισλαμιστικών ομάδων, κάτι που έφερε την αντίδραση του Ανώτατου Συμβουλίου των Ενόπλων Δυνάμεων. Στις 2 Αυγούστου όρισε ως πρωθυπουργό της χώρας, μετά την παραίτηση του Καμάλ Γκανζούρι, τον πρώην υπουργό Υδάτινών Πόρων και Άρδευσης, Χισάμ Καντίλ, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας των κομμάτων της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης, του Κόμματος Ελ-Βασάτ και του Κόμματος Αλ-Ναχντά.

Ο Μόρσι αντιτάχθηκε σε συνταγματικές διατάξεις που περιόριζαν την εξουσία του, ενώ απαίτησε την παραίτηση των επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων και του Επιτελείου Στρατού (12 Αυγούστου 2012). Στην εξωτερική του πολιτική, ο Μόρσι κατάφερε να λάβει τη στήριξη των χωρών του Περσικού Κόλπου.[29] Επιπλέον, δήλωσε πως η Αίγυπτος θα τιμήσει τις υπογραφές της σε όλες τις διεθνείς συμφωνίες που είχε κάνει μέχρι τότε. Τον Νοέμβριο του 2012 η παρέμβασή του στην κρίση στη Μέση Ανατολή, μετά τις εχθροπραξίες μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, υπήρξε κομβική και οδήγησε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές σε επίτευξη εκεχειρίας. Στο εξωτερικό, οι αναλυτές ανέδειξαν τη συμβολή του, ενίσχυσαν τη φήμη του και αναβάθμισαν τον ρόλο της Αιγύπτου για την ειρήνη στην περιοχή. Η απόφασή του, όμως, τις επόμενες ημέρες, να προχωρήσει σε προεδρικό διάταγμα με το οποίο προστάτευε την συντακτική συνέλευση από την συμφωνημένη διάλυση της τον Δεκέμβριο για επιπλέον δύο μήνες ενώ ταυτόχρονα προστάτευε με τον ίδιο τρόπο την Άνω Βουλή, στην οποία κυριαρχούν οι ισλαμιστές, και αντικαθιστούσε τον γενικό εισαγγελέα, προκάλεσαν νέα ανάφλεξη στο εσωτερικό της χώρας.

Ταυτόχρονα, με το ίδιο διάταγμα αφαιρούσε από την δικαιοσύνη ή οποιαδήποτε άλλη αρχή την ικανότητα να προσβάλουν τις αποφάσεις του από την στιγμή της ορκωμοσίας του ως πρόεδρος μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Συντάγματος. Η αντιπολίτευση οργάνωσε διαμαρτυρίες στο Κάιρο, κατηγορώντας τον Μόρσι για δικτατορικές υπερεξουσίες. Αν και ο Μόρσι απέσυρε το διάταγμα τις επόμενες ημέρες η ένταση συνεχίστηκε με αφορμή το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα, με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ οπαδών της Κυβέρνηση και της αντιπολίτευσης. Κατά την επέτειο ενός έτους από την ανάληψη καθηκόντων από την κυβέρνηση Μόρσι, νέες μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ξέσπασαν στη χώρα. Στις 30 Ιουνίου 2013, χιλιάδες αντικυβερνητικοί διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ταχρίρ, κέντρο αναφοράς των διαδηλωτών και κατά την επανάσταση του 2011 ενάντια στην κυβέρνηση Μουμπάρακ.

Οι διαδηλωτές, με την υποστήριξη της αντιπολίτευσης, ζητούσαν πρόωρες εκλογές και απομάκρυνσή του Μόρσι από την εξουσία, κατηγορώντας τον για την φιλοϊσλαμική του πολιτική, τις εξουσίες που είχε αποκτήσει μέσω των παρεμβάσεών του και τον διορισμό σε σημαντικές θέσεις της διοίκησης μελών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Τα πνεύματα είχαν οξυνθεί τις προηγούμενες ημέρες, κατά τις οποίες είχαν πραγματοποιηθεί επιθέσεις στα γραφεία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και οδομαχίες μεταξύ υποστηρικτών και ενάντιων του Μόρσι σε διάφορα περιστατικά βίας σε όλη τη χώρα. Ο Στρατός, από τη μεριά του, είχε διακηρύξει πως είναι έτοιμος να «σώσει το έθνος» και πως δεν θα επέτρεπε μια «επίθεση κατά της θέλησης του λαού» και τη διολίσθηση της χώρας σε «ανεξέλεγκτη σύγκρουση». Κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων σημειώθηκαν νέες αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των υποστηρικτών και των ενάντιων της κυβέρνησης, με τον Μόρσι να αρνείται κάθε ενδεχόμενο να απομακρυνθεί από την εξουσία. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ενώ το κίνημα «Ταραμούντ», που πρωταγωνιστούσε στις διαδηλώσεις, κάλεσε τον Μόρσι να παραιτηθεί μέχρι το απόγευμα της Τρίτης 2 Ιουλίου ή να βρεθεί αντιμέτωπος με «πλήρη πολιτική ανυπακοή» στους δρόμους της χώρας. Τότε, ο Στρατός αποφάσισε να παρέμβει. Με τελεσίγραφο προς τον Μόρσι, την 1 Ιουλίου 2013, καλούσε τον πρόεδρο της Αιγύπτου να ακούσει τους διαδηλωτές και να παραδώσει την εξουσία, δίνοντάς του μια διορία 48 ωρών.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Μόρσι κατέρρεε στο εσωτερικό της. Αρκετοί υπουργοί της κυβέρνησης παραιτήθηκαν υπό το βάρος των διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα, ανάμεσα τους και ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας Μοχάμεντ Καμέλ Αμρ, ενώ επικεφαλής του Στρατού είχε τεθεί ο υπουργός Άμυνας, στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι. Ο Μόρσι απέρριψε το τελεσίγραφο ενώ δήλωσε πως ο ίδιος θα συνέχιζε τη δική του πορεία για να επιτευχθεί «εθνική συμφιλίωση», με την Μουσουλμανική Αδελφότητα να κατηγορεί τον στρατό για προετοιμασία πραξικοπήματος. Όλες οι πλευρές, κυβέρνηση, στρατός και διαδηλωτές, δήλωσαν έτοιμοι και αποφασισμένοι για όλα, δυναμιτίζοντας περισσότερο το κλίμα. O Μόρσι ξεκαθάρισε άλλη μια φορά πως δεν είχε καμία πρόθεση να παραιτηθεί και κάλεσε σε σχηματισμό «κυβέρνησης εθνικής συναίνεσης».

Με διάγγελμά του, κάλεσε τις δυνάμεις του στρατού να αποσύρουν το τελεσίγραφο. Την Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013, και ενώ οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν, αμέσως μετά την λήξη της διορίας 48 ωρών δυνάμεις του Στρατού κατέλαβαν το κτήριο της κρατικής τηλεόρασης και έθεσαν σε περιορισμό τον Μοχάμεντ Μόρσι, καταλαμβάνοντας περιμετρικά το στρατόπεδο της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς, όπου βρισκόταν και συνέχιζε να εργάζεται ο πρόεδρος της Αιγύπτου.

Ο Στρατός καθαίρεσε τον πρόεδρο Μόρσι του αξιώματός του και ανέστειλε την ισχύ του Συντάγματος, παρουσιάζοντας τον οδικό χάρτη που είχε σχεδιάσει τις προηγούμενες ημέρες το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, οποίος θα οδηγήσει τη χώρα μέχρι τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Ο Στρατός παραχώρησε την εξουσία της χώρας στον πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δικαστή Αντλί Μανσούρ. Έπειτα από την ανατροπή του, ο Μόρσι αντιμετώπισε πολλές κατηγορίες, ανάμεσα στις οποίες η προτροπή σε βία και η κατασκοπία.Τον Απρίλιο του 2015 το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Μόρσι και άλλους 12 κατηγορουμένους, ανάμεσα στους οποίους και τον Μοχάμεντ Μπελτάγκι, πρώην βουλευτή, για τη σύλληψη και δολοφονία των διαδηλωτών του 2011 και για προτροπή σε βία. Όλοι οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από την κατηγορία για φόνο, ενώ ο Μόρσι καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 ετών.

Ο Μόρσι δικάστηκε ανεξάρτητα για κατασκοπία, τρομοκρατία και απόδρασή του από τις φυλακές και καταδικάστηκε σε θάνατο στις 16 Μαΐου, όπως και άλλοι κατηγορούμενοι. Τον Ιούνιο του 2016 ο Μόρσι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη επειδή πέρασε κρατικά μυστικά στο Κατάρ. Ορισμένοι συγκατηγορούμενοι δημοσιογράφοι καταδικάστηκαν για το ίδιο αδίκημα σε θάνατο αλλά ερήμην.

Με πληροφορίες από το AlJazeera και τη Βικιπαίδεια

 

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα