Δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ: Κόντρα Ζάεφ - Ιβάνοφ με στοίχημα την συμμετοχή

Δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ: Κόντρα Ζάεφ - Ιβάνοφ με στοίχημα την συμμετοχή

 Λίγες ώρες απομένουν για να ανοίξουν οι κάλπες στην ΠΓΔΜ για το κρίσιμο δημοψήφισμα στο οποίο οι πολίτες θα ψηφίσουν «ναι» ή «όχι» στην Συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων.

Στη χώρα δεσπόζει η κόντρα ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ και τον πρόεδρο της χώρας Γκεόργκι Ιβάνοφ. Μεγάλο στοίχημα είναι η συμμετοχή στο δημοψήφισμα αφού για να θεωρηθεί έγκυρο πρέπει να ξεπεράσει το 50%, με τον Ζάεφ να λέει ότι ακόμη και με μικρή συμμετοχή υπάρχει η δυνατότητα να επικυρωθεί η Συμφωνία στη Βουλή, ενώ ο πρόεδρος της ΠΓΔΜ καλεί τους σκοπιανούς σε αποχή και μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος.

Αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ «παρέλασαν» από τα Σκόπια για να δώσουν ώθηση στο «ναι» ενώ προέτρεψαν ανοιχτά τον Ιβάνοφ, μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές του 2016 να συμμορφωθεί με το Σύνταγμα της χώρας και να επιτρέψει τη δημιουργία κυβέρνησης υπό την αντιπολίτευση, καθώς η χώρα αντιμετώπισε μια κρίσιμη δοκιμασία των δημοκρατικών κανόνων.

Το κόμμα του Ιβάνοφ, VMRO-DPMNE, ήλεγχε την κυβέρνηση από το 2006 και έχει κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της χώρας από το 1990. Αλλά ενώ η κεντροδεξιά VMRO-DPMNE πήρε τις περισσότερες ψήφους στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2016, κερδίζοντας 51 έδρες, δεν κατάφερε να κυβερνήσει, αφού απαιτούταν συνασπισμός τουλάχιστον 61 βουλευτών.

Η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση Μακεδονίας (SDSM), η οποία ήρθε δεύτερη στις εκλογές με 49 έδρες, δήλωσε ότι είχε εξασφαλίσει συνασπισμό και ζήτησε από τον Ιβάνοφ εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ηγέτη του κόμματος Ζόραν Ζάεφ.

Ο Ιβάνοφ αψήφησε τις εκκλήσεις της ΕΕ, των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να αφήσει τους σοσιαλδημοκράτες να σχηματίσουν κυβέρνηση. Ανέφερε ότι ένας τέτοιος συνασπισμός θα απειλούσε την ενότητα της χώρας, καθώς τα αλβανικά κόμματα θέλουν περισσότερα δικαιώματα για την κοινότητά τους και ευρύτερη χρήση της αλβανικής γλώσσας. Όμως οι υποστηρικτές της σημερινής κυβέρνησης λένε ότι ο Ιβάνοφ προσπάθησε να προστατέψει το δεξιό κόμμα VMRO-DPMNE, το οποίο κυβέρνησε την τελευταία δεκαετία και των οποίων οι ανώτεροι αξιωματούχοι τελούν υπό έρευνα για εκτεταμένη διαφθορά.

Τελικά ο Ιβάνοφ αναγκάστηκε να δεχτεί την κυβέρνηση Ζάεφ, αλλά οι επικριτές του δεν σταμάτησαν ποτέ να τον θεωρούν «μαριονέτα» του Γκρούεφσκι.

Ζάεφ: Καλεί σε συμμετοχή τους σκοπιανούς

Ο Ζόραν Ζάεφ, ο πρωθυπουργός της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και εκ των αρχιτεκτόνων της συμφωνίας με την Ελλάδα, έχει ένα σπάνιο για τα Βαλκάνια χαρακτηριστικό: την αισιοδοξία.

Δεν φαντάζεται ότι οι συμπατριώτες του μπορεί να ψηφίσουν «όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής που τους καλεί να απαντήσουν στην ερώτηση αν θέλουν η χώρα τους να ονομάζεται στο εξής «δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας».

«Η αποτυχία δεν είναι επιλογή. Είμαι τόσο πεπεισμένος για την επιτυχία που δεν βλέπω άλλες επιλογές», έλεγε πρόσφατα στο Γαλλικό Πρακτορείο (AFP).

Αν δει κανείς την καριέρα του πάντως, θα διαπιστώσει ότι μάλλον δεν υπήρχε χώρος για την καλλιέργεια της αισιοδοξίας.

Από την αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας το 2003, η πορεία του προς την εξουσία έμοιαζε χωρίς ελπίδα απέναντι στην εθνικιστική δεξιά του Νίκολα Γκρούεφσκι, ενός «ισχυρού άνδρα», τυπικού προϊόντος των Βαλκανίων.

Ο 43χρονος Ζόραν Ζάεφ κατάγεται από την κωμόπολη της Στρώμνιτσα (Στρούμιτσα) κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και την Βουλγαρία. Τα ηγετικά στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος τον αντιμετώπισαν με περιφρόνηση, σνομπάροντας τον επιχειρηματία αυτόν που πρόβαλλε την ορθόδοξη πίστη του και η οικογένειά του οφείλει την περιουσία της στην παραγωγή του ajvar (άιβαρ, παραδοσιακή βαλκανική σάλτσα).

Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν για διαφθορά όταν ήταν δήμαρχος στην Στρώμνιτσα. Τον Μάιο η δικαιοσύνη τον απάλλαξε από κατηγορίες που ο ίδιος λέει ότι είχαν πολιτικό κίνητρο.

«Δεν είναι αυτό που αποκαλούμε διανοούμενος, ούτε καλλιεργημένος, αλλά έχει μεγάλη δόση κοινής λογικής, είναι παμπόνηρος, διαβάζει τους ανθρώπους», λέει ο Ντέιβιντ Στίβενσον, πρώην αμερικανός διπλωμάτης που έγινε πολιτικός σύμβουλος στα Σκόπια.

Η είσοδός του στην διεθνή σκηνή είχε τις δυσκολίες της: τον Απρίλιο 2017, ο τότε ηγέτης της αντιπολίτευσης, κτυπήθηκε βίαια από εθνικιστές που εισέβαλαν στο Κοινοβούλιο στα Σκόπια.

Ηθελαν να διαμαρτυρηθούν για την συμμαχία των σοσιαλδημοκρατών με τα αλβανικά κόμματα, που καταδίκαζε τη Δεξιά στην αντιπολίτευση και «απειλούσε», κατά την γνώμη τους, την εθνική ταυτότητα.

Οι σοσιαλδημοκράτες επέρριψαν την ευθύνη για το επεισόδιο στο περιβάλλον του Νίκολα Γκρούεφσκι. Πολλοί πολιτικοί αξιωματούχοι της χώρας δικάζονται σήμερα για το περιστατικό αυτό.

Εκείνη η «Μαύρη Πέμπτη» τού κόστισε ένα ματωμένο πρόσωπο, αλλά παραδόξως ενίσχυσε την πολιτική του νομιμοποίηση, απαξιώνοντας τους αντιπάλους του και του άνοιξε τις πύλες της εξουσίας.

Αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία ο Ζόραν Ζάεφ ανακοινώνει αμέσως ότι πρόθεσή του είναι να οδηγήσει την χώρα του στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ.

Τού χρειάζεται να αμβλύνει τις σχέσεις του με τους γείτονές του, την Βουλγαρία και την Ελλάδα. Ξεκινά από την Σόφια το καλοκαίρι του 2017. Με την Ελλάδα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα.

Αλλα ο Ζάεφ δείχνει γρήγορα την επιθυμία του να προχωρήσει: Αλλάζει το όνομα στο αεροδρόμιο και την εθνική οδό που είχαν το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και πολλαπλασιάζει τις επαφές με τον Έλληνα ομόλογό του Αλέξη Τσίπρα. Τον περασμένο Ιούλιο υπογράφουν τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Ο Ζάεφ «είναι πραγματιστής. Ξεχωρίζει αυτό που μπορεί να κερδηθεί, αυτό που μπορεί να χαθεί, πώς όλες οι πλευρές μπορούν να επωφεληθούν από κάτι», λέει ο Αλμπερτ Μουσλίου, πολιτικός αναλυτής αλβανικής καταγωγής στα Σκόπια.

«Απόλαυσα πραγματικά την υπογραφή αυτής της συμφωνίας σε αυτόν τον θαυμάσιο τόπο της Πρέσπας, το άνοιγμα της σαμπάνιας, την παρέα με όλους τους ανθρώπους εκεί... θα μου μείνει ως αξέχαστη στιγμή της ζωής μου», δηλώνει ο Ζόραν Ζάεφ.

Ομως, το όνειρο θα συνεχισθεί μόνο αν επιτύχει τον στόχο του. «Η πολιτική του θέση συνδέεται αναπόσπαστα με την ικανότητά του να επιλύσει αυτό το θέμα της ονομασίας», λέει ο Τζέιμς Κερ-Λίντσεϊ, ειδικός σε θέματα Βαλκανίων του London School of Economics.

Ιβάνοφ: Κάντε μποϊκοτάζ στο δημοψήφισμα

O Γκεόργκι Ιβάνοφ είναι ο τέταρτος Πρόεδρος της ΠΓΔΜ. Εξελέγη στις 12 Μαΐου του 2009 και επανεξελέγη τον Απρίλιο του 2014.

Μέχρι το 1990 υπήρξε ακτιβιστής στη "Λέγκα της Σοσιαλιστικής Νεολαίας της Γιουγκοσλαβίας". Στις 25 Ιανουαρίου 2009, το ισχυρότερο κόμμα στο κοινοβούλιο της χώρας του, το συντηρητικό VMRO-DPMNE, όρισε τον Ιβάνοφ υποψήφιο του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2009. Παρότι προτάθηκε ως υποψήφιος από το κυβερνών κόμμα VMRO-DPMNE, ο ίδιος δεν είναι μέλος του κόμματος. Οι δημοσκοπήσεις από τον Φεβρουάριο του 2009 έβλεπαν τον Ιβάνοφ ως τον επικρατέστερο προεδρικό υποψήφιο με την υποστήριξη του 27% των ερωτώμενων, με τον δεύτερο στη σειρά υποψήφιο να έχει την υποστήριξη μόνον του 13%. Στην διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Ιβάνοφ είχε δηλώσει ότι αν εκλεγόταν Πρόεδρος, θα επεδίωκε μια συνάντηση με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Όταν ανέλαβε επισήμως τα καθήκοντά του στις 12 Μαΐου του 2009 κατά την ομιλία του στο κοινοβούλιο των Σκοπίων ανακοίνωσε τις προτεραιότητές του: ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, οικονομική ανάκαμψη, εσωτερική σταθερότητα, βελτίωση των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες και κυρίως με την Ελλάδα.

Την ημέρα που ο Ιβάνοφ ανέλαβε επισήμως την προεδρία της χώρας του έστειλε μια επιστολή στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, στην οποία υπογράμμιζε τον στόχο της χώρας του για ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ και για μια "αμοιβαία αποδεκτή λύση" στο ονοματολογικό με την γειτονική Ελλάδα. Την επομένη της ορκωμοσίας του ταξίδεψε μαζί με τον πρωθυπουργό Νίκολα Γκρούεφσκι στις Βρυξέλλες για συναντήσεις με αξιωματούχους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Κατηγορούμενος για ανοχή της διαφθοράς μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων με την αμφιλεγόμενη απόφασή του στις 12 Απριλίου του 2017 να σταματήσει τις ποινικές διαδικασίες εναντίον 56 κορυφαίων πολιτικών και των συνεργατών τους, ο πρόεδρος Ιβάνοφ ισχυρίστηκε τότε ότι διεξάγεται «πόλεμος» εναντίον της χώρας, την οποία σκοπεύει να προστατεύσει. Για τους υποστηρικτές του, παρέμεινε πιστός στην εικόνα του ως συντηρητικός, μετριοπαθής πολιτικός, υπερασπιζόμενος τις παραδοσιακές αξίες και την αξιοπρέπεια της χώρας του. Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι η προεδρία δεν φαινόταν ποτέ τόσο αδύναμη σε σύγκριση με την εκτελεστική εξουσία, όπως έκανε κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του.

Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1988 ως δημοσιογράφος και αργότερα έγινε διευθυντής του εθνικού ραδιοτηλεοπτικού δικτύου. Στη συνέχεια ξεκίνησε να διδάσκει Πολιτική Θεωρία και Πολιτική Φιλοσοφία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων. Το 1999 διορίστηκε επισκέπτης καθηγητής στο Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ακολούθησε μια σειρά άλλων ακαδημαϊκών διορισμών σε πανεπιστήμια, μεταξύ άλλων, όπως της Μπολόνια και του Σεράγεβο. Το Πανεπιστήμιο Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου (UKIM) στα Σκόπια τον ονόμασε βοηθό καθηγητή το 1992 και καθηγητή το 2008.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του στα μέσα ενημέρωσης, παρέμεινε ενεργός πολιτικά. Μετά την κατάρρευση του μονοκομματικού μοντέλου και της καθοδηγούμενης οικονομίας της τότε Γιουγκοσλαβίας, ο ακτιβισμός του Ιβάνοφ στα κινήματα για τη νεολαία είχε ως στόχο την προώθηση του πολιτικού πλουραλισμού και της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Προχώρησε σε αυτή τη δραστηριότητα στο πανεπιστήμιο, όπου άρχισε να εργάζεται το 1995. Η διδακτορική διατριβή του επικεντρώθηκε στην οικοδόμηση της δημοκρατίας σε διαιρεμένες κοινωνίες, με βάση την περίπτωση της ΠΓΔΜ.

Μιλώντας από το βήμα της 73ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη τις παραμονές του δημοψηφίσματος στην χώρα του, ο Ιβάνοφ χαρακτήρισε τη συμφωνία των Πρεσπών "ώθηση για ιστορική αυτοκτονία" της ΠΓΔΜ, καλώντας παράλληλα τους συμπολίτες του να απέχουν από τη διαδικασία.

«Ως πολίτης, έχω λάβει την απόφασή μου: στις 30 Σεπτεμβρίου, δεν θα πάω να ψηφίσω», είπε χαρακτηριστικά ο Ιβάνοφ και δήλωσε «πεπεισμένος πως εσείς, οι συμπολίτες μας, θα πάρετε επίσης αυτή τη συνετή απόφαση». Η συμφωνία αυτή "μας φέρνει σε κατάσταση τετελεσμένου γεγονότος: μας λέει ότι είμαστε πιο μικροί και πιο αδύναμοι και ότι πρέπει επομένως να δεχτούμε τη συμφωνία που θέλησε η Αθήνα", υπογράμμισε επίσης ο πρόεδρος της ΠΓΔΜ.
«Ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον»

Το «ναι» θα ανοίξει τις πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για τη χώρα. Όλες οι δημοσκοπήσεις, από την ανεξαρτητοποίηση της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” και μετά δείχνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ονειρεύεται να γίνει τμήμα της Ευρώπης που για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μας έχει κλειστές τις πόρτες.

Ό αστυνόμος των Βρυξελλών και η ασφάλεια του ΝΑΤΟ

Η “μακεδονική” κοινωνία, αυτή που δεν έπεσε στην παγίδα της λαϊκιστικής «αρχαιοποίησης» της κυβέρνησης Γκρούεφσκι, ελπίζει ότι το «ναι» - ανοίγοντας τις πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ - θα βοηθήσει να μπει ένα τέλος στην διαφθορά που ταλανίζει και φτωχαίνει τη χώρα, καθώς επίσης και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και εν γενεί των θεσμών από τους πολιτικούς παράγοντες. Γι’ αυτό το τμήμα του πληθυσμού οι Βρυξέλλες είναι ο αστυφύλακας που θα βάλει καταρχήν μία τάξη στη χώρα.

Ασφαλώς το να πει κανείς «ναι» στην αλλαγή του ονόματος της χώρας, ακόμα και αν πρόκειται για την πρόσθεση ενός επιθετικού προσδιορισμού στο όνομα “Μακεδονία”, είναι οδυνηρό. Ένα τμήμα του πληθυσμού αντιλαμβάνεται ωστόσο πως σε ένα συμβιβασμό δεν μπορεί κανείς ούτε να κερδίσει ούτε να χάσει τα πάντα και είναι έτοιμο να δεχτεί τη συμφωνία με την Ελλάδα και να ξεκινήσει τη μακρά πορεία προς την Ευρώπη.

Οι υπέρμαχοι του «ναι» έχουν επίσης συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό είναι να τεθούν τα σύνορα της χώρας υπό την προστασία του ΝΑΤΟ, σε μία περίοδο που το Βελιγράδι και η Πρίστινα κάνουν λόγο για ανταλλαγές εδαφών. Μία ζοφερή προοπτική που θα μπορούσε να έχει παράπλευρες απώλειες και για “Δημοκρατία της Μακεδονίας”.

VMRO - DPMNE η σιωπηρή έκκληση για αποχή

Το στρατόπεδο του όχι δεν συμμερίζεται κανένα από αυτά τα επιχειρήματα. Πρόσκειται στο VMRO - DPMNE, το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, για το οποίο η συμφωνία με την Ελλάδα συνιστά συνθηκολόγηση αντίθετη προς τα συμφέροντα της χώρας και οφείλεται στις διεθνείς πιέσεις. Μία προδοσία του πρωθυπουργού Ζαγεφ ο οποίος πούλησε τη χώρα και την εθνική ταυτότητα.

Τα μηνύματα που έστειλε ενόψει του δημοψηφίσματος στα μέλη του VMRO - DPMNE ο πρόεδρός του Μιτσόσκι ήταν συγκεχυμένα. Τα κάλεσε να πράξουν κατά συνείδηση κάτι που για πολλούς αναλυτές ήταν μία σιωπηρή τοποθέτηση υπέρ του μποϊκοτάζ.

Αν πάντως επικρατήσει το «όχι» η πορεία της χώρας προς το ΝΑΤΟ και την ΕΕ θα σταματήσει και κατά πάσα πιθανότητα θα προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές. Αυτό ωστόσο δεν δίνει καμία εγγύηση στο VMRO - DPMNE ότι θα τις κερδίσει. Το κόμμα αυτό βρίσκεται σε κρίση. Είναι βαθιά διχασμένο ανάμεσα σε αυτούς που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον τέως πρωθυπουργό Γκρούεφσκι ελπίζοντας πως μέσω του δημοψηφίσματος θα επανέλθουν στην εξουσία και θα τον απαλλάξουν από τις κατηγορίες για διαφθορά που τον βαραίνουν, και τους μεταρρυθμιστές που δηλώνουν ότι επιθυμούν τον εκδημοκρατισμό του κόμματος. Αν το «όχι» επικρατήσει τότε εκ του ασφαλούς η χώρα δεν θα αργήσει να εισέλθει σε κρίση και σε πολιτική απομόνωση.

Το μποϋκοτάζ μπορεί να βοηθήσει το στρατόπεδο του «ναι».

Μέσα σε αυτό το σύνθετο πολιτικό περιβάλλον βρίσκουμε επίσης αυτούς που έχουν αποφασίσει να μη λάβουν μέρος στο δημοψήφισμα. Για αυτούς η αποχή είναι η μόνη απάντηση στα τελεσίγραφα της Ελλάδας και της διεθνούς κοινότητας. Θεωρούν πως πηγαίνοντας κάποιος στην κάλπη για να ψηφίσει «όχι», επί της ουσίας συμβάλλει στην επιτυχία της διαδικασίας του δημοψηφίσματος. Και αυτό διότι το ποσοστό της συμμετοχής είναι καθοριστικής σημασίας. Για να υπάρξει συμμετοχή μεγαλύτερη του 50% 1 θα πρέπει να πάνε στις κάλπες 903.000 ψηφοφόροι. Προς το παρόν με βάση τις δημοσκοπήσεις η επίτευξη αυτού του ποσοστού είναι μάλλον δύσκολη.

Εξάλλου η νέα κυβέρνηση για να επικυρώσει την συμφωνία με την Ελλάδα θα χρειαστεί την υποστήριξη βουλευτών του VMRO - DPMNE. Το δημοψήφισμα ως γνωστόν είναι συμβουλευτικό. Η κυβερνητική πλειοψηφία θα πρέπει να πείσει τουλάχιστον εννέα βουλευτές από τους 49 του VMRO - DPMNE να ψηφίσουν

υπέρ της συμφωνίας στο κοινοβούλιο ούτως ώστε να επιτύχει την πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που απαιτείται για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Με βάση τα ισχύοντα σήμερα αυτό δεν θα είναι εύκολο. Ωστόσο ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι καμιά δεκαριά βουλευτές του VMRO - DPMNE θα ήταν διατεθειμένοι να γυρίσουν την πλάτη στον Γκρούεφσκι για να δώσουν μία νέα ζωή στο κόμμα τους.

Στους κόλπους της κυβερνητικής πλειοψηφίας επικρατεί λοιπόν η πεποίθηση ότι η διαδικασία του δημοψηφίσματος θα επιτύχει. Καταρχήν διότι θεωρούν πως η συμφωνία με την Ελλάδα είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να μπει ένα τέλος στην αντιπαράθεση που τροφοδοτεί τον εθνικισμό τόσο στη μία όσο και στην άλλη πλευρά. Επίσης διότι εκτιμούν πως αν εισέλθουν σε νέες διαπραγματεύσεις επί της συμφωνίας είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Οι πάντες στην “Δημοκρατία της Μακεδονίας” παρακολούθησαν με προσοχή τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη οι οποίες δεν αφήνουν πολλές πιθανότητες για επιτυχή έκβαση μίας καινούργιας διαπραγμάτευσης.

Από την άλλη, όσο και αν φαίνεται αντιφατικό, είναι πιθανό, οι ποικίλες εκκλήσεις υπέρ του μποϊκοτάζ, να συμβάλλουν στην επιτυχία του δημοψηφίσματος. Αν η συμμετοχή φτάσει τα 600.000 ως 700.000 άτομα είναι βέβαιο ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που θα πάνε να ψηφίσουν θα ταχθεί υπέρ του «ναι». Και αυτό διότι οι υπέρμαχοι του «όχι» θα προτιμήσουν να μείνουν αύριο στα σπίτια τους

Κύκλοι προσκείμενοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο αφήνουν να εννοηθεί ότι η διεθνής κοινότητα, οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον πρωτίστως , θα χαιρετίσουν την επικράτηση του «ναι» αν η συμμετοχή φτάσει στους ανωτέρω αριθμός. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Οσμανί δήλωσε ότι μία συμμετοχή μεγαλύτερη του 40% θα νομιμοποιούσε το δημοψήφισμα. Έφερε δε ως παράδειγμα την προεδρική εκλογή του 2014 όπου η συμμετοχή είχε πέσει στο 40%. Αν ο κυβερνητικός συνασπισμός αποφασίσει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση οι πολιτικές αναταράξεις θα είναι αναπόφευκτες. Ωστόσο το πολιτικό διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό και πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως η αποτυχία της διαδικασίας του δημοψηφίσματος θα ήταν ανόητη.

Αυτό το δημοψήφισμα θα πρέπει να επιτύχει για να αφήσει το παρελθόν στην ιστορικούς, για να στραφεί η χώρα προς το μέλλον, για να συμφιλιωθεί με το νότιο γείτονα της και για να αποφύγει την διεθνή απομόνωση.

Σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για έναν αγώνα ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς. Ένα πολιτικό αγώνα ανάμεσα σε αυτούς που προτιμούν τη συγκεκριμένη στιγμή να ακολουθήσουν τη συμφωνία που πέτυχε ο Αλεξης Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάγεφ, δύο σαραντάρηδες φιλοευρωπαίοι πολιτικοί που είναι απαλλαγμένοι από τον εθνικισμό και ανάμεσα σε αυτούς για τους οποίους το παρελθόν είναι πιο σημαντικό από το μέλλον.

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα