Θολή διαπραγμάτευση με τους δανειστές – Σήμερα το νομοσχέδιο για την πρώτη κατοικία

Θολή διαπραγμάτευση με τους δανειστές – Σήμερα το νομοσχέδιο για την πρώτη κατοικία

Αλλιώς τα περίμενε η κυβέρνηση, αλλιώς της βγαίνουν τα γεγονότα. Με το κλείσιμο του Μαρτίου υπήρχε η προσδοκία ότι το μέτωπο της οικονομίας θα είναι πεντακάθαρο, χωρίς ίχνος αβεβαιότητας και με τον... διάδρομο –αγαπημένη λέξη του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου – να παραμένει ορθάνοιχτος.

Κι όμως, το τοπίο δεν έχει ξεκαθαρίσει. Αντιθέτως περιπλέκεται η διαδικασία της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί, καθώς η διαπραγμάτευση για το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας από τους πλειστηριασμούς δεν κινήθηκε ακριβώς όπως θα περίμενε το ελληνικό «στρατόπεδο». 

Το Eurogroup του Μαρτίου χάθηκε και, αν ρωτούσε κάποιος τα κυβερνητικά στελέχη το βράδυ της Τρίτης για το τι μέλλει γενέσθαι στο Eurogroup του Απριλίου, μάλλον θα δήλωναν «συγκρατημένα αισιόδοξοι» για την πορεία των διαπραγματεύσεων αφενός μέχρι την 25η Μαρτίου, οπότε θα πραγματοποιηθεί η συνεδρίαση του EuroWorking Group, και αφετέρου μέχρι την 5η Απριλίου, οπότε θα συγκεντρωθούν και πάλι οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης.

Ακόμη και η χθεσινή κυβερνητική διαρροή – σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση «την Παρασκευή 22 Μαρτίου θα καταθέσει τη ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας στη βάση της συμφωνίας κυβέρνησης - τραπεζών – μοιάζει περισσότερο με κίνηση τακτικής (σ.σ.: η οποία αφήνει ανοικτό ακόμη και το ενδεχόμενο μονομερών ενεργειών) παρά με ένδειξη ότι οδεύουμε προς την επίτευξη συμφωνίας.

Άλλωστε και η ίδια η κυβερνητική διαρροή όριζε ότι «μέχρι την Παρασκευή θα συνεχιστεί η συζήτηση με τους εποπτικούς θεσμούς του τραπεζικού συστήματος για την αποσαφήνιση τεχνικών λεπτομερειών». 

Παρότι από την κυβέρνηση εκπέμπεται το μήνυμα ότι η κίνηση κατάθεσης του νομοσχεδίου δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», άρα υπήρχε ενημέρωση των θεσμών εκ των προτέρων, είναι προφανή τα ερωτήματα που ανακύπτουν:

● Το ότι η κυβέρνηση θα νομοθετήσει την Παρασκευή ούτως ή άλλως «στη βάση της συμφωνίας με τις τράπεζες» σημαίνει ότι δεν θα ληφθούν υπόψη οι ενστάσεις των θεσμών; 

● Και αν αυτό συμβεί, τι θα γίνει στο EuroWorking Group και (κυρίως) στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 5 Απριλίου;

● Ύστερα από τις υποσχέσεις που έχει μοιράσει η κυβέρνηση για την ευρύτερη δυνατή κάλυψη δανειοληπτών, μπορεί να κάνει πίσω και να οδηγηθεί σε μια «κωλοτούμπα» με πιθανές πολιτικές και εκλογικές επιπτώσεις;

● Οι δανειστές, οι οποίοι, με πρώτη και επισπεύδουσα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διασυνδέουν ευθέως τις ρυθμίσεις για την πρώτη κατοικία με την «υγεία» και τον «δυναμισμό» των τραπεζικών ισολογισμών – άρα με τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος –, μπορούν να κάνουν πίσω μόνο και μόνο για να έχει η κυβέρνηση ομαλή για την ίδια προεκλογική περίοδο, αλλά και υπό τον φόβο ενός κακού αποτελέσματος σε επίπεδο Ε.Ε. στις ευρωεκλογές;

● Οι ρυθμίσεις για την πρώτη κατοικία, εφόσον διαμορφωθούν και ψηφιστούν μόνο στη βάση της συμφωνίας κυβέρνησης και τραπεζών, χωρίς δηλαδή να ληφθούν υπ’ όψιν οι ενστάσεις της ΕΚΤ, είναι πιθανό να αποτελούν μια διαρκή εστία τριβής τους επόμενους μήνες, καθώς η χώρα θα οδεύει προς τις εκλογές (πιθανότατα τον Οκτώβριο;).

Το βέβαιο είναι ότι για τους δανειστές η απαίτηση για σκληρότερες ρυθμίσεις θα παραμείνει και, αν δεν ικανοποιηθεί, θα επανέρχονται συνεχώς προβάλλοντας απαιτήσεις και εμπόδια στις επιδιώξεις της κυβέρνησης, αφού θεωρούν πως η «υγεία» των τραπεζών είναι η σημαντικότερη προϋπόθεση για να ξεκολλήσει από τη λάσπη το ελληνικό «κάρο».

Το Μαξίμου επείγεται

Η διαπραγμάτευση για το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας από τον πλειστηριασμό δεν είναι μια αυτοτελής συζήτηση ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους θεσμούς, αλλά ο κρίκος μιας ολόκληρης αλυσίδας γεγονότων. 

Χωρίς το νομοσχέδιο για την κύρια κατοικία – που είναι και η πιο σοβαρή εκκρεμότητα από τον κατάλογο των 16 προαπαιτουμένων της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης – δεν υπάρχει ολοκλήρωση της συνολικής διαπραγμάτευσης. 

Άρα, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης δεν θα δώσουν το πράσινο φως για να ενεργοποιηθούν τα νέα μέτρα για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους (σ.σ.: πρακτικά είναι η εκταμίευση ποσού της τάξεως του 1 δισ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων, αλλά και η μείωση των τόκων, χρήματα μάλιστα τα οποία είναι χάρισμα προς την Ελλάδα και όχι ένα ακόμη δάνειο).

Χωρίς λοιπόν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την εκταμίευση του 1 δισ. ευρώ, θα δημιουργηθούν εμπόδια και για την προώθηση της τρίτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, η οποία μάλιστα ήταν προγραμματισμένο να αρχίσει επίσημα πριν από το Eurogroup της 5ης Απριλίου. Για την ακρίβεια ο μέχρι τώρα προγραμματισμός όριζε ότι οι επικεφαλής του κουαρτέτου θα είναι στην Αθήνα την Πρωταπριλιά προκειμένου να διαμορφώσουν την ατζέντα.

Γιατί καίγεται η Αθήνα να προχωρήσει η επόμενη αξιολόγηση; Διότι θέλει να συμπεριλάβει στην ατζέντα το θέμα της ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Είναι ένα από τα πιο γερά προεκλογικά χαρτιά που έχει να ρίξει η κυβέρνηση στο τραπέζι (και μάλιστα χωρίς ουσιαστικό δημοσιονομικό κόστος).

Συνεπώς η καθυστέρηση δεν βοηθάει, ειδικά αν ο πρωθυπουργός έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του να προχωρήσει σε εκλογές νωρίτερα από τον Οκτώβριο, κάτι που ο ίδιος αρνείται σταθερά εδώ και καιρό, διαβεβαιώνοντας ότι η εθνική κάλπη θα στηθεί τον Οκτώβριο.

Σε κενό αέρος

Κατά πολλούς η καθυστέρηση των αξιολογήσεων, πέραν όλων των άλλων, στέλνει και λανθασμένα μηνύματα στις αγορές, κάτι που σημαίνει καθυστέρηση στη διαδικασία ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά ομόλογα. Άρα και καθυστέρηση στην πορεία της ολοκληρωτικής επιστροφής στην κανονικότητα. 

Διότι, κακά τα ψέματα, χωρίς ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας των ελληνικών ομολόγων, επιστροφή στην κανονικότητα δεν υπάρχει, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (και κατά συνέπεια οι αγορές) θα εξακολουθήσουν να κοιτάζουν προς την Ελλάδα με... μισό μάτι.

Η χθεσινή κυβερνητική διαρροή περί κατάθεσης του νομοσχεδίου την Παρασκευή δεν έγινε τυχαία. Στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και στις τάξεις του οικονομικού επιτελείου, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις. Είναι τόσο «σφιχτή» η εαρινή ατζέντα της οικονομικής πολιτικής, ώστε η παραμικρή καθυστέρηση μπορεί να έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και σε πολιτικό επίπεδο.

Διότι μπορεί ο πρωθυπουργός να ξορκίζει το σενάριο να στηθούν οι βουλευτικές κάλπες τον Μάιο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θέλει να κρατάει όλα τα χαρτιά στα χέρια του. Για να συμβεί όμως αυτό και να μην υπάρχουν αμφιβολίες για το ποιος κατέχει απολύτως την πρωτοβουλία των κινήσεων, θα πρέπει να προχωρήσουν στην ώρα τους όλα τα επόμενα βήματα:

1. Η πλατφόρμα για την υποβολή των αιτήσεων υπαγωγής στο νέο καθεστώς προστασίας της κύριας κατοικίας θα πρέπει να τεθεί σε λειτουργία το αργότερο μέσα στον Ιούνιο. Ήδη βρισκόμαστε σε «χρονικό κενό», καθώς από τον Φεβρουάριο έχει πάψει να ισχύει ο Νόμος Κατσέλη. 

Μπορεί οι τράπεζες, σεβόμενες τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις, να μην προχωρούν στους πλειστηριασμούς (σ.σ.: άλλος ένας λόγος για τον οποίο οι θεσμοί διαμαρτύρονται είναι και η μείωση του αριθμού των ακινήτων που βγαίνουν στο σφυρί μέσω της αντίστοιχης ηλεκτρονικής πλατφόρμας), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η αβεβαιότητα κάνει καλό. Για να ενεργοποιηθεί η πλατφόρμα τον Ιούνιο, το νομοσχέδιο θα πρέπει να ψηφιστεί... χθες.

2. Το να έχουν εξαγγελθεί οι ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία ή τα ασφαλιστικά ταμεία και τα σχετικά νομοσχέδια να μην κατατίθενται δημιουργεί πρόβλημα ακόμη και στην είσπραξη των εσόδων.

Μπορεί η κυβέρνηση να προσπαθεί – μέσω δηλώσεων – να ξεκαθαρίσει ότι στις ρυθμίσεις δεν πρόκειται να ενταχθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, ωστόσο, όσο τα όρια και οι προϋποθέσεις δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα, χιλιάδες είναι αυτοί που «κρατούν ρευστότητα» και περιμένουν. 

Προς το παρόν, οι στόχοι του προϋπολογισμού όσον αφορά την πορεία των εσόδων (πρωτίστως από φόρους) υλοποιούνται κανονικά. Ωστόσο το ανησυχητικό στοιχείο έχει να κάνει με το ότι παρατηρείται πολύ μεγάλη πτώση στα φορολογικά έσοδα σε σχέση με πέρυσι χωρίς να υπάρχει κάποιος ουσιαστικός λόγος. 

Επειδή τα υπερπλεονάσματα ήταν και παραμένουν ένα από τα ισχυρά χαρτιά της κυβέρνησης, αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί, καθώς πολλά διακυβεύονται ακόμη με κριτήριο τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας. Και το κυριότερο είναι η δυνατότητα να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση τη διατήρηση το αφορολόγητου ορίου στα σημερινά επίπεδα.

Οι ρυθμίσεις οφειλών είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα για τους θεσμούς, καθώς η Ελλάδα έχει δεσμευτεί με τον μνημονιακό νόμο του 2015 να μην προχωρήσει σε μαζικές κινήσεις που θα πλήξουν την κουλτούρα πληρωμών. Η ίδια επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε και μέσω της πρόσφατης έκθεσης που συνέταξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με αφορμή τη δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση. 

Έτσι η κυβέρνηση θα πρέπει να παρουσιάσει πολύ συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες θα μπορούν να εξασφαλίσουν την έγκριση των θεσμών και να μην χρειαστεί να υπάρξουν μονομερείς ενέργειες, οι οποίες θα επαναφέρουν την Ελλάδα στο «κάδρο» σε μια χρονική συγκυρία εξαιρετικά κρίσιμη λόγω Brexit, ευρωεκλογών, μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης στην Ευρωζώνη κ.λπ.

3. Η επιτυχής έξοδος στις αγορές, πρώτα με την έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου και στη συνέχεια με ένα δεκαετές ομόλογο, πρέπει να έχει και συνέχεια, καθώς η αποχή από τις αγορές κάνει ζημιά.

Ποιο θα ήταν το ιδανικό για την κυβέρνηση; 

Μέσα στον Απρίλιο ή στις αρχές Μαΐου (και σε κάθε περίπτωση πριν από τις ευρωεκλογές) να προχωρήσει η επόμενη έξοδος στις αγορές με ένα ομόλογο (ενδεχομένως και δεκαπενταετούς διάρκειας) της τάξεως των 2 δισ. ευρώ. Αυτό θα σήμαινε υλοποίηση του ετήσιου στόχου των 7 δισ. ευρώ προτού καν συμπληρωθεί το πρώτο τετράμηνο του έτους.

Θα σήμαινε επίσης ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα είχε την επαρκή ρευστότητα ώστε να προχωρήσει στην πρόωρη αποπληρωμή του δανείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ή, τουλάχιστον, ενός μέρους του συνολικού ποσού, ώστε να μειωθεί και το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας από το ΔΝΤ. 

Η έξοδος στις αγορές θα επηρεαστεί θετικά από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στις 5 Απριλίου και ακόμη περισσότερο από τη νέα πιθανή αναβάθμιση της Ελλάδας από τον οίκο Standard and Poor’s, που είναι προγραμματισμένη για τις 26 Απριλίου, δηλαδή τη Μεγάλη Παρασκευή.

Αυτό που μένει τώρα να φανεί είναι αν είναι εφικτή μια συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών ώστε όλα τα παραπάνω να κυλήσουν ομαλά ή αν αυτή η ιστορία θα παραμείνει ως ένα αγκάθι το οποίο θα... «γαργαλάει» διαρκώς την κυβέρνηση, κατά την πρόσφατη ατάκα του πρωθυπουργού περί εκλογών.

 

topontiki

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα