Γιάννης Στουρνάρας: Προσπάθησαν να με εξοντώσουν

Περιθώρια μιας συμβιβαστικής λύσης με τους δανειστές στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων, η οποία θα προβλέπει μείωση του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ έναντι επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, βλέπει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Παράλληλα, όμως, χαρακτηρίζει «σοβαρή πρόκληση» την επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ φέτος, μετά το επεκτατικό δημοσιονομικό πακέτο του Μαΐου.

Περιγράφοντας το τοπίο της οικονομίας μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης, ο κ. Στουρνάρας, στη συνέντευξή του στην «Κ», υποστηρίζει ότι το «κλειδί» για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των αγορών είναι η επιτάχυνση και η εμβάθυνση του μεταρρυθμιστικού έργου. Ακόμη, υποστηρίζει ότι είναι εφικτοί διπλάσιοι ρυθμοί ανάπτυξης από τους σημερινούς και αποκαλύπτει ότι θα εισηγηθεί την πλήρη άρση των capital controls το συντομότερο δυνατόν.

Εξαιρετικώς αιχμηρά είναι τα σχόλιά του για τη στοχοποίησή του από την προηγούμενη κυβέρνηση.

– Με ποιο τρόπο θεωρείτε ότι θα ενισχυθεί άμεσα η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας;
– Η διαφαινόμενη εμπέδωση της εμπιστοσύνης της επενδυτικής κοινότητας και των αγορών αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για τη νέα κυβέρνηση. Η εμπιστοσύνη βελτιώνει το επιχειρηματικό περιβάλλον, κινητοποιεί την υγιή επιχειρηματικότητα, αυξάνει τις επενδύσεις και θέτει την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Η ισχυρή ανάπτυξη, με τη σειρά της, ενισχύει την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και επιφέρει αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Το στοίχημα επομένως για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας μετά μία δεκαετή περίοδο ύφεσης και στασιμότητας θα κριθεί, εάν η νέα κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη των αγορών, λάβει μέτρα πολιτικής για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Εάν τα μέτρα αυτά είναι εμπροσθοβαρή και αξιόπιστα, η ελληνική οικονομία θα εισέλθει γρήγορα σε έναν ενάρετο αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο αξιοπιστίας - εμπιστοσύνης - ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής μέσω της επιτάχυνσης και εμβάθυνσης του μεταρρυθμιστικού έργου είναι το «κλειδί» για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των αγορών, που θα επιτρέψει την άνετη και φθηνή χρηματοδότηση της οικονομίας. Τα οφέλη είναι πολλά και διαχέονται σε όλη την κοινωνία. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα επιτρέψουν την αύξηση της απασχόλησης και την ταχεία μείωση του πολύ υψηλού ποσοστού ανεργίας, κυρίως των νέων επιστημόνων, την ενίσχυση των εισοδημάτων αλλά και των δημόσιων εσόδων από φόρους, συνεισφέροντας θετικά στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. 

– Τι ρυθμοί ανάπτυξης θεωρείτε ότι είναι εφικτοί;
– Βραχυχρόνια, πιστεύω ότι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, περίπου διπλάσιοι από τον τρέχοντα ρυθμό 1,9%, μέσω της αύξησης των επενδύσεων, είναι εφικτοί, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει ακόμα σημαντικό αρνητικό παραγωγικό κενό στην ελληνική οικονομία, αν η νέα κυβέρνηση καταφέρει να δώσει άμεσα το μήνυμα ότι η χώρα γυρίζει σελίδα, δημιουργώντας ένα φιλικό περιβάλλον για τους επενδυτές και την υγιή επιχειρηματικότητα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και την απεμπλοκή εμβληματικών επενδυτικών έργων όπως η ανάπλαση του Ελληνικού. Επιπλέον, η πλήρης εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα δώσει σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη μέσω των συνεργειών του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα.

– Συμφωνείτε στην αναγκαιότητα των φοροελαφρύνσεων και σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν;
– Η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια, αν και ανέκοψε την ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους μέσω των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, εξασθενεί τα κίνητρα για εργασία και επένδυση και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών. Η αλλαγή του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής με ελάφρυνση του φορολογικού βάρους (στο οποίο συνυπολογίζονται και οι υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) εργαζομένων και επιχειρήσεων αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Για τις επιχειρήσεις, μέσω της μείωσης του μέσου κόστους παραγωγής και των τιμών των προϊόντων, ισχυροποιεί το κίνητρο για παραγωγικές επενδύσεις. Για τον εργαζόμενο, μέσω της αύξησης του καθαρού μισθού, ισχυροποιεί το κίνητρο για προσφορά εργασίας και κατανάλωση.

Με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχουν παρουσιαστεί στις πρόσφατες εκθέσεις της, η μείωση του φορολογικού βάρους εργαζομένων και επιχειρήσεων, όταν συνδυάζεται με ταυτόχρονη υλοποίηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων για τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και την αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, οδηγεί σε αύξηση της συνολικής ενεργού ζήτησης και του εθνικού προϊόντος, των ονομαστικών μισθών, της απασχόλησης και των δημόσιων εσόδων από φόρους, και ως εκ τούτου βοηθάει στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.

«Πρόκληση» η επίτευξη στόχου 3,5%

– Στην έκθεση νομισματικής πολιτικής της περασμένης εβδομάδας, εκτιμούσατε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα έκλεινε στο 2,9% του ΑΕΠ, 0,6% ή 1,1 δισ. ευρώ κάτω από τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Πιστεύετε ότι θα ζητηθεί από τη νέα κυβέρνηση να πάρει φέτος περιοριστικά μέτρα για να πετύχει τον στόχο; Θα απαιτηθεί κάτι τέτοιο για το 2020, δεδομένου ότι έχει ψηφιστεί και η κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου;
– Η εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος αντανακλά, μεταξύ άλλων, την επίδραση του επεκτατικού δημοσιονομικού πακέτου που θεσμοθετήθηκε τον Μάιο, το οποίο περιλαμβάνει αύξηση δαπανών και μειώσεις φορολογικών εσόδων συνολικού ύψους 0,7% του ΑΕΠ. Υπό την προϋπόθεση της πλήρους εκτέλεσης του σκέλους των δαπανών του προϋπολογισμού, τα μέτρα αυτά συνεπάγονται δημοσιονομικό κενό ύψους περίπου 0,6% του ΑΕΠ με βάση την υφιστάμενη εκτίμηση της τράπεζας για ρυθμό ανάπτυξης 1,9%. Ως εκ τούτου, η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2019 συνιστά σοβαρή πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση, δεδομένου ότι ο στόχος αυτός έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας. Αφενός η ενίσχυση της προσπάθειας για εξορθολογισμό των δημόσιων μη παραγωγικών δαπανών και αφετέρου η τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, μέσω της αύξησης των επενδύσεων, θα λειτουργούσαν υποβοηθητικά στην επίτευξη αυτού του στόχου.  

– Πώς θα πεισθούν οι πιστωτές για την ανάγκη μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων; Υπάρχουν περιθώρια για συμβιβαστική λύση;
– Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εδώ και χρόνια ξεκινήσει να επιχειρηματολογεί για την ανάγκη μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων ώστε να δοθεί ο κατάλληλος χώρος για την ανάπτυξη της οικονομίας. Βασική προϋπόθεση για την αναθεώρηση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, σε συνεννόηση πάντα με τους θεσμούς, είναι η ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, που θα αυξήσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών αλλά και των εταίρων της Ελλάδας, και θα οδηγήσει στην αναβάθμιση της χώρας σε επενδυτική πιστοληπτική βαθμίδα.

Η ανάγκη μείωσης των υψηλών πλεονασμάτων έχει τρεις διαστάσεις. Η πρώτη αφορά τον τρόπο με τον οποίο έχει συντελεστεί η ήδη επιτευχθείσα δημοσιονομική διόρθωση, η οποία έχει βασιστεί δυσανάλογα στην αύξηση των εσόδων από φόρους. Η επιβολή υψηλής φορολογίας, χωρίς όμως να συνδυαστεί με ταυτόχρονη διεύρυνση της ήδη στενής φορολογικής βάσης, εξαντλεί τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών και καθιστά αμφίβολη τη διατηρησιμότητα των υφιστάμενων υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.

Η δεύτερη διάσταση αφορά την ανάγκη κάλυψης του επενδυτικού κενού, καθώς η διατήρηση υψηλών πλεονασμάτων στερεί από την πραγματική οικονομία πολύτιμους παραγωγικούς πόρους. Η τρίτη διάσταση αφορά την ανάγκη αξιοποίησης της ευνοϊκής συγκυρίας των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού. Με το δημόσιο χρέος στο 180% του ΑΕΠ, η αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 1% ή/και η μείωση του κόστους δανεισμού κατά 100 μονάδες βάσης είναι 1,8 φορά πιο αποτελεσματική για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ.

Καθώς τα επιτόκια δανεισμού σήμερα διαμορφώνονται χαμηλότερα από το βασικό σενάριο στην ανάλυση βιωσιμότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημιουργείται περιθώριο μείωσης των δημοσιονομικών στόχων χωρίς να υπονομεύεται η βιωσιμότητα του χρέους. Επομένως, υπάρχουν τα περιθώρια για μια συμβιβαστική λύση, η οποία θα προβλέπει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων έναντι μιας επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων. Μια τέτοια απόφαση, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ληφθεί σε συμφωνία με τους θεσμούς, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιτρέπει δημοσιονομική ευελιξία όταν γίνονται πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.

Εφικτή η συμμετοχή της Ελλάδας σε νέο πρόγραμμα της ΕΚΤ

– Υπάρχουν ελπίδες να συμμετάσχει η Ελλάδα σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, όπως το προανήγγειλε περίπου ο Μάριο Ντράγκι, και υπό ποιες προϋποθέσεις; Χρειαζόμαστε προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης;
– Ξεκινώ από την τελευταία ερώτηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε διατυπώσει στο τέλος του 2017, μέσω της ενδιάμεσης έκθεσης νομισματικής πολιτικής, όταν οι αποδόσεις των τίτλων των ελληνικών δεκαετών ομολόγων ήταν στο 4,5% περίπου (σημειωτέον ότι και το 2018 κατά μέσον όρο δεν έπεσαν κάτω από το 4,2%), την άποψη ότι η ύπαρξη μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης (Precautionary Credit Line) θα δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, των τραπεζών και των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς θα παρείχε ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Και αυτό χωρίς ουσιαστικά πρόσθετο κόστος εποπτείας, εφόσον η Ελλάδα ήδη βρίσκεται, και θα συνεχίσει να βρίσκεται για πολλά χρόνια ακόμα, σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας (Enhanced Surveillance).

Ελλείψει πρόσβασης σε προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης και καθώς οι τίτλοι του ελληνικού Δημοσίου παρέμειναν πολύ κάτω από τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα (BBB-), η Ελλάδα παρέμεινε εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο θα συνέβαλε στην περαιτέρω ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στη βελτίωση του αξιό-χρεου των ελληνικών τίτλων, ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 317,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 σε 334,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018 από τη συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων, λύση η οποία τελικά επελέγη αντί της προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης.

Η συγκυρία σήμερα διαμορφώνεται από δύο νέους παράγοντες: Πρώτον, την προσδοκία αξιόπιστης εφαρμογής πολιτικών φιλικών προς την ανάπτυξη και επιτάχυνσης του μεταρρυθμιστικού έργου από μια νέα κυβέρνηση, προσδοκίες που αντανακλώνται και στην πρόσφατη σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Δεύτερον, τη διατήρηση, επί μακρόν ακόμα, της διευκολυντικής κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ. Επιπλέον, η ύπαρξη σημαντικού ταμειακού αποθέματος, το οποίο όμως κτίστηκε με σχετικά υψηλό κόστος που θα συνεχίσει να το πληρώνει η ελληνική οικονομία, αποτελεί χρηματοδοτικό δίχτυ ασφαλείας που επελέγη, όπως ήδη αναφέρθηκε, αντί της φθηνότερης προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης.

Σύμφωνα με τους οίκους παροχής πιστοληπτικών διαβαθμίσεων, απαραίτητες προϋποθέσεις για νέες αναβαθμίσεις είναι, μεταξύ άλλων, η βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, νέες εκδόσεις ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου και η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

Αν και ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την αναβάθμιση των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου κατά τρεις βαθμίδες στην επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή σε ΒΒΒ-, δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια, θεωρώ ότι είναι εφικτή σύντομα η συμμετοχή της Ελλάδας αφενός στο υφιστάμενο πρόγραμμα επανεπενδύσεων τίτλων της ΕΚΤ και αφετέρου σε νέο πρόγραμμα αγορών τίτλων, το οποίο είναι πολύ πιθανό να αποφασιστεί στο μέλλον, και η χώρα να αποκομίσει έτσι άμεσα πρόσθετα οφέλη.

– Τι θα γίνει, όμως, με τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων;
– Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων κατά την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος δεν έχουν πλέον χρησιμότητα και θα εισηγηθούμε στη νέα κυβέρνηση και στους θεσμούς την πλήρη άρση τους το συντομότερο δυνατόν. Συνοψίζοντας, λοιπόν: Οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές και διαγράφονται ευνοϊκές, το κόστος της μη επιλογής της προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης όταν αυτή έπρεπε κατά την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος να είχε επιλεγεί το φέρει ήδη η ελληνική οικονομία υπό τη μορφή ενός ακριβού αποθέματος ασφαλείας, συνεπώς η προσφυγή σήμερα σε προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης είναι πρακτικά περιττή.

Υπήρξε συντονισμένη προσπάθεια ηθικής εξόντωσής μου

Με πικρά και σκληρά λόγια μιλάει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος για την αντιμετώπιση της οποίας έτυχε από την προηγούμενη κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε συντονισμένη προσπάθεια ηθικής εξόντωσής του.

– Στοχοποιηθήκατε συχνά από την προηγούμενη κυβέρνηση για τις τοποθετήσεις σας και πρόσφατα κατηγορηθήκατε για έμμεση υποστήριξη της Ν.Δ. Πώς σχολιάζετε αυτή τη στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;
– Η λέξη στοχοποίηση είναι, δυστυχώς, πολύ ήπια και κρύβει μια ζοφερή πραγματικότητα. Σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα πρέπει να ριχτεί άπλετο φως από τους αρμόδιους θεσμικούς φορείς, όχι για λόγους αντεκδίκησης αλλά για λόγους προστασίας του κράτους δικαίου. Υπήρξε συντονισμένη προσπάθεια, από κρατικούς και παρακρατικούς παράγοντες, ηθικής εξόντωσης και «δολοφονίας χαρακτήρα» εμού, της συζύγου μου και των θυγατέρων μας, προκειμένου να εμποδιστώ να εκτελέσω τα καθήκοντά μου, όπως αυτά περιγράφονται στο Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος, στους νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας και στους κανονισμούς του Ευρωσυστήματος, στο οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος ανήκει βάσει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αντεξα και προστάτευσα την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος επειδή είμαι απολύτως καθαρός, επειδή δεν βρήκαν απολύτως τίποτα οι σκευωροί, και χάρη στη στήριξη που είχα από την οικογένειά μου, από τους διευθυντές και το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και βεβαίως χάρη στην ευρύτατη κοινωνική στήριξη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κάποιος άλλος στη θέση μου ίσως να μην άντεχε και τότε οι επιπτώσεις θα ήταν απρόβλεπτες. Είμαι πρόθυμος να μιλήσω για ό,τι έγινε, εφόσον οι αρμόδιοι θεσμοί επιληφθούν και κληθώ να καταθέσω. Ολα τα υπόλοιπα είναι εκ του περισσού.

– Θα συνεχίσετε να χτυπάτε καμπανάκι και να προειδοποιείτε για τους κινδύνους και με τη νέα κυβέρνηση;
– Με βάση το καταστατικό της, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος στην Ελλάδα και τη διαφύλαξη της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, έχει κατοχυρωθεί η θεσμική και λειτουργική ανεξαρτησία της, αλλά και η άσκηση δημοκρατικού ελέγχου εκ μέρους της Βουλής. Ως εκ τούτου, υποχρέωσή μου, όπως αυτή απορρέει από τον θεσμικό μου ρόλο, είναι η παροχή έγκαιρης και έγκυρης πληροφόρησης και η επισήμανση των κινδύνων και των προκλήσεων για την ελληνική οικονομία, ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία.

Η αγορά αναμένει συστημική λύση για τα κόκκινα δάνεια

– Ανησυχείτε μήπως δεν συνεχιστεί ή και αναστραφεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια τώρα που τελείωσαν τα μνημόνια;
– Η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής είναι το κλειδί για την εδραίωση της εμπιστοσύνης των αγορών στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών θα επιτρέψει την καταγραφή ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης. Για να συμβεί αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επιτάχυνση και η εμβάθυνση του μεταρρυθμιστικού έργου. Η νέα κυβέρνηση εκλέχτηκε με αφήγημα ακριβώς αυτό. Δεν πρέπει επίσης να διαφύγει της προσοχής μας ότι και τα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής απαιτούσαν τον συνδυασμό λήψης μέτρων διόρθωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών και ταυτόχρονης υλοποίησης ενός σημαντικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί συμβατική υποχρέωση στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και αξιολογείται ως προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι αναγκαίο να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί, αφού μόνο έτσι η οικονομία αποκτά την αναγκαία προσαρμοστικότητα που της επιτρέπει να απορροφά με ευκολία ενδεχόμενους κραδασμούς με μικρότερες απώλειες σε όρους προϊόντος και απασχόλησης.

– Οι τράπεζες έχουν, όπως αναγνωρίσατε στην έκθεσή σας, υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων (45,2% στο τέλος Μαρτίου) και ισχνή κερδοφορία. Ποιες είναι οι προοπτικές να εφαρμοστεί η πρότασή σας (της ΤτΕ) για τη μείωσή τους; Υπάρχουν ελπίδες να αλλάξει η εικόνα και στην κερδοφορία των τραπεζών, και πότε;
– Oλα τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η δραστική μείωση των κόκκινων δανείων αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για τη βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών, καθώς και για τη συμμετοχή τους στις αναπτυξιακές προσπάθειες της χώρας. Είναι γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες και εξακολουθούν να εργάζονται σκληρά προς αυτή την κατεύθυνση. Μια συστημική προσέγγιση στο πρόβλημα, όπως η πρόταση που δημοσιοποιήσαμε στα τέλη του 2018, η οποία είναι προϊόν επεξεργασίας αποκλειστικά των στελεχών της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι δυνατόν να ενισχύσει θεαματικά τις προσπάθειες αυτές και να διαμορφώσει προϋποθέσεις ικανοποιητικής κερδοφορίας σε διατηρήσιμη βάση. Εκτιμώ ότι η αγορά αναμένει απτά αποτελέσματα σε αυτό το πεδίο και θα μας ανταμείψει εάν έχουμε την αποφασιστικότητα να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Στην πρόσφατη συνάντησή μου με τον επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, Αντρέα Ενρια, μου τόνισε τη θερμή υποστήριξή του στην πρότασή μας.

kathimerini

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα