Νίκος Κούνδουρος: Φινάλε για τον ζωγράφο του σινεμά

Το ταξίδι του για την... άλλη πλευρά της «Μαγικής πόλης» ξεκίνησε χθες το μεσημέρι ο σημαντικός σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος. Ο πολυβραβευμένος σε Ελλάδα και εξωτερικό Ελληνας δημιουργός «έφυγε» σε ηλικία 91 ετών στο σπίτι του, στο Μετς, από ανακοπή καρδιάς, έχοντας δίπλα του τη μοναδική «μούσα» της ζωής του, τη σύζυγό του Σωτηρία Ματζίρη και τα παιδιά του, Σήφη και Διαλεχτή.

Πρωταγωνιστής στη ζωή, ένθερμος οπαδός της ελευθερίας, πνεύμα ατίθασο, με νεανικά χρόνια δύσκολα και αγωνιστικά, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τα χρυσά γράμματα της δόξας. Εζησε τρεις ζωές μαζί, ανδρώθηκε στην τέχνη και είχε πολιτική άποψη έως το τέλος της ζωής του, την οποία αρνήθηκε να «κλείσει» σε ένα  Στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Οδύσσειες σωμάτων - Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο». Μικρή φωτό: Τον Νοέμβριο του 2015, εμφανώς καταβεβλημένος, συνομιλεί με τον  Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλοαυτοβιογραφικό βιβλίο. «Μπα... Δεν μου βγαίνει με τίποτα. Θα σου διαβάσω κάτι, όμως: Οι τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο, γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη. Στις αγάπες, στους έρωτες, στα πείσματα, στις προδοσίες, στους φίλους, στους φόβους και τέλος στον θάνατο. Στον θάνατο των άλλων και τον θάνατο το δικό μου» είχε πει σε συνέντευξή του.

Ο πατέρας του, Ιωσήφ Κούνδουρος, γέννημα θρέμμα της λεβεντογέννας, ήταν δικηγόρος και πολιτικός του Ελευθέριου Βενιζέλου. Με τη σύζυγό του, κόρη εισαγγελέα, διέμεναν στον Αγιο Νικόλαο της Κρήτης και απέκτησαν τρία αγόρια, τον Ρούσσο τον Γιώργο, και τον βενιαμίν Νίκο (που γεννήθηκε σε αθηναϊκό νοσοκομείο, αλλά ο Ιωσήφ τον πήρε τυλιγμένο σε μια πάνα και τον μετέφερε πίσω στο νησί, για να πολιτογραφηθεί Κρητικός). Γράφτηκε στο Μητρώο Αρρένων ως γεννηθείς τον Ιανουάριο του 1927, ενώ είχε έρθει στη ζωή στις 15 Δεκεμβρίου του 1926.

Ντυμένος πάντα στα μαύρα, τιμώντας τη Μεγαλόνησο με τα γαλανά μάτια του, ξεθωριασμένα από τα χρόνια. Παρά τα σοβαρά προβλήματα με το αναπνευστικό του, ο σκηνοθέτης καθημερινά απολάμβανε τον καφέ του σε γραφικά στέκια της γειτονιάς του, στο Παγκράτι. Τα χαμόγελα, οι μικρές στάσεις των ανθρώπων μπροστά του, οι χειραψίες, τα χτυπήματα στην πλάτη και οι γλυκές καλημέρες των περαστικών που τον αναγνώριζαν ήταν βάλσαμο στην καρδιά του. «Εγώ είμαι Σφακιανός, Ρωμιόπουλο. Πάντα ήμουν βουνό» έλεγε με περηφάνια.

Η πίκρα, όμως, από τις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στη χώρα τού μαύριζε την ψυχή. «Η δική μου αντίσταση ήταν πάντα να κάνω ταινίες όχι διασκεδαστικές, αλλά που ήθελαν να καταθέσουν το άδικο μαρτύριο ενός λαού που προοριζόταν για καλύτερη μοίρα» σχολίαζε για τα έργα του, που βρίσκονται σήμερα σε κινηματογραφικά μουσεία και ταινιοθήκες της Ευρώπης και της Αμερικής.

Τον γάζωσαν με πέντε σφαίρες

Τα νεανικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Σε ηλικία μόλις 17 χρόνων, αμούστακο παιδί ακόμα, βρέθηκε στα σπάργανα του ΕΑΜ. Ηταν ένας ριψοκίνδυνος ένοπλος σπουδαστής. Μάλιστα, τη στιγμή της σύλληψής του, προκειμένου να μην παραδώσει το όπλο του, το έκρυψε στο μπούτι ενός αγάλματος. Αιχμάλωτος στο ταξίδι για τη Βόρειο Αφρική αποφάσισε να αποδράσει. «Με γάζωσαν με σφαίρες. Πέντε στο πόδι, από πάνω μέχρι κάτω. Σούρθηκα μέσα στο χιόνι, αλλά επέζησα» είχε αποκαλύψει. Και μια από αυτές τις σφαίρες την πήρε μαζί του, γιατί ποτέ δεν βγήκε από το κορμί του. Στα τέσσερα χρόνια της εξορίας του στη Μακρόνησο ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος είχε σπουδάσει ζωγραφική και αρχιτεκτονική, ενθουσιάστηκε όταν τον έβαλαν να χτίσει ένα θέατρο. Κι έτσι ξεκίνησε το «ταξίδι» του στη σκηνοθεσία.

H κηδεία του θα γίνει το Σάββατο, στις 12 το μεσημέρι, από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η οικογένεια επιθυμεί, αντί στεφάνων, να γίνουν δωρεές στο Χαμόγελο του Παιδιού και στην Κιβωτό του Κόσμου.

Από τη «Μαγική πόλη» στον θρυλικό «Δράκο» και στις «Μικρές Αφροδίτες»!

Ο Νίκος Κούνδουρος, με την ατόφια κρητική ψυχή, από μικρός έδειξε την κλίση του στις καλές τέχνες, επιδιορθώνοντας τις βυζαντινές εικόνες. Τελειώνοντας το σχολείο άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε το 1948.

Μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο και την εξορία του στη Μακρόνησο, σε ηλικία τότε 28 ετών, χωρίς να έχει ασχοληθεί ποτέ πριν με τον κινηματογράφο, αποφάσισε να πιάσει κάμερα. Η πρώτη του ταινία ήταν η «Μαγική πόλη», που γυρίστηκε στην προσφυγική παραγκούπολη του Δουργουτίου, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Φούντα και Μάνο Κατράκη. Στο φιλμ, τη μουσική του οποίου είχε γράψει ο καλός του φίλος Μάνος Χατζιδάκις, είχε συνδυάσει τις επιρροές του από τον νεορρεαλισμό με την εικαστική του ματιά. Στη συνέχεια γύρισε τον θρυλικό «Δράκο», ένα νουάρ φιλμ με τον Ντίνο Ηλιόπουλο (στον ρόλο ενός άνδρα που, λόγω της ομοιότητάς του με έναν κακοποιό, γίνεται στόχος της Αστυνομίας). Το φιλμ βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960 ως μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της περιόδου 1955-1959, ενώ απέσπασε και ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Βενετίας. Το 1958 σκηνοθέτησε τους «Παρανόμους», την πρώτη ταινία με θέμα τον ελληνικό Εμφύλιο. Το φιλμ συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1959, όπου έλαβε εξαιρετικά θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβλήθηκε από το BBC.

Τα βραβεία

Σταθμός στην κινηματογραφική του διαδρομή υπήρξε η τέταρτη ταινία του, «Μικρές Αφροδίτες» του 1963, σε σενάριο Βασίλη Βασιλικού, η οποία κατέκτησε το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1963, βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής και κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1963, καθώς και το βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Ακολούθησαν η τολμηρή ταινία «Πρόσωπο της Μέδουσας» και έπειτα «Τα τραγούδια της φωτιάς» αλλά και το «1922» (εν έτει 1978).

Συνολικά, ο Κούνδουρος είχε σκηνοθετήσει έντεκα φιλμ, αρκετά με δικά του σενάρια. Τελευταία του δουλειά ήταν η αγγλικής παραγωγής ταινία «Το πλοίο», την οποία γύρισε το 2011. Υπήρξε έως τον θάνατό του επίτιμος πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδας.

Ο εφιάλτης με τους ληστές και ο ξυλοδαρμός στο σπίτι του

Μια άσχημη περιπέτεια, που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή, είχε ζήσει ο Νίκος Κoύνδουρος στο σπίτι του, στο Μετς.

Τον Οκτώβριο του 2010 μια συμμορία ληστών εισέβαλε στο σπίτι του την ώρα που ο σκηνοθέτης κοιμόταν και, αφού τον χτύπησε, του άρπαξε περίπου 3.000 ευρώ από το χρηματοκιβώτιο και μία ηλεκτρική συσκευή.

Την ώρα που σημειώθηκε η ληστεία στον επάνω όροφο βρίσκονταν η σύζυγος και η κόρη του, οι οποίες δεν αντελήφθησαν το παραμικρό. Ο σκηνοθέτης -που, ένεκα του συμβάντος, υπέστη μικρό ισχαιμικό επεισόδιο- για να μην ανησυχήσει τα αγαπημένα του πρόσωπα κάλεσε έναν φίλο του, επίσης γνωστό σκηνοθέτη, ο οποίος τον διακόμισε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Να τονίσουμε πως, έπειτα από αυτό το γεγονός, δεν κλονίστηκε μόνο η υγεία του (εξ ου και άρχισε να κυκλοφορεί με μπαστούνι), αλλά και η γνώμη που είχε για τους αλλοδαπούς, οι οποίοι έχουν κατακλύσει τη χώρα μας.

«Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι, που ούρλιαζαν, βρομούσαν και φορούσαν μάσκες, με έκαναν να δω την πραγματικότητα. Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ’ τον, τον πούστη!” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτρα - πάτρα ελληνικά, τι το θέλανε; Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ηθελαν να σκοτώσουν. Εναν άλλον γείτονα τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις γλίτωσα. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική. Ηταν μίσος. Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου» είχε πει ο ίδιος έναν χρόνο μετά την επίθεση και τη ληστεία σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα.

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα