Ο ειδικός ψυχικής υγείας Δημήτρης Παπαδημητριάδης ένιωσε την ανάγκη να επισημάνει σε όλους ότι η φυσιογνωμική / συμπεριφορική ανάλυση και η ψυχιατρική / ψυχολογική αξιολόγηση ενός ατόμου αποκλειστικά μέσω παρατήρησης τηλεοπτικών συνεντεύξεων αποτελεί μια αδόκιμη, αντιδεοντολογική και επισφαλή πρακτική για πολλούς λόγους.
Υπενθυμίζουμε ότι η τηλεόραση το τελευταίο διάστημα ασχολείται σε έναν μεγάλο βαθμό με την σοβαρή υπόθεση της Αμαλιάδας, όμως κυρίως προβάλλοντας την 24χρονη Ειρήνη Μουρτζούκου και την προσωπική ζωή τόσο της ίδιας όσο και των συγγενών της. Πολλοί ειδικοί έσπευσαν να κάνουν κάποιες αναλύσεις με βάση την συμπεριφορά της Ειρήνης στις συνεντεύξεις και το υλικό που βγήκε στο φως.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδημητριάδη, η διαμόρφωση συμπερασμάτων για την ψυχική κατάσταση, χωρίς προσωπική επαφή και εκτεταμένη κλινική εκτίμηση, ενέχει πολλαπλούς κινδύνους και παραβιάζει βασικά δεοντολογικά και επιστημονικά κριτήρια.
Έλλειψη αξιοπιστίας και ακρίβειας
Η παρατήρηση της συμπεριφοράς και των εκφράσεων προσώπου ενός ανθρώπου σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις δεν παρέχει πλήρη ή ακριβή δεδομένα για την ψυχική του κατάσταση. Η έρευνα έχει δείξει ότι η γλώσσα του σώματος και οι εκφράσεις του προσώπου είναι πολύπλοκες και συχνά πολυεπίπεδες μορφές επικοινωνίας που δεν μπορούν να αξιολογηθούν χωρίς τη συνάφεια του κοινωνικού, πολιτισμικού και συναισθηματικού πλαισίου (Ekman & Friesen, 1978).
Ιδιαίτερα σε συνεντεύξεις που αγγίζουν ευαίσθητα θέματα ή περιλαμβάνουν προσωπικά δεδομένα, οι συνθήκες ψυχολογικής πίεσης είναι έντονες, κάτι που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο συνεντευξιαζόμενος. Αυτές οι συνθήκες γίνονται ακόμη πιο σύνθετες όταν το περιεχόμενο της συνέντευξης υπονοεί σοβαρότατες κατηγορίες, όπως η ανάμιξη του συνεντευξιαζόμενου σε εγκληματικές πράξεις. Η αίσθηση ότι μπορεί να κατηγορείται ή να τίθεται υπό αμφισβήτηση από το κοινό, καθώς και η ενδεχόμενη ψυχολογική αντίδραση σε τέτοιου είδους κατηγορίες, προκαλούν αμυντικές στάσεις, αυξημένο άγχος και διαστρέβλωση της συμπεριφοράς.
Όλα τα παραπάνω, είναι δυνατόν να αλλοιώνουν τα σημάδια του προσώπου και της στάσης του σώματος και δυσχεραίνουν τη διαμόρφωση ενός αντικειμενικού ψυχολογικού προφίλ. Η λήψη αξιόπιστων πληροφοριών από μία συνέντευξη είναι λοιπόν επισφαλής, καθώς η συναισθηματική πίεση συχνά δημιουργεί συμπτώματα όπως έντονη νευρικότητα, ακαμψία στο σώμα ή έντονη αποφυγή της βλεμματικής επαφής, που μπορεί λανθασμένα να ερμηνευτούν ως ένδειξη ενοχής ή ψυχολογικής αστάθειας (Vrij, 2008). Έτσι, χωρίς άμεση κλινική επαφή και εκτεταμένη αξιολόγηση, οι συνθήκες μιας τηλεοπτικής συνέντευξης δεν προσφέρονται για αξιόπιστη διάγνωση ή κατανόηση της ψυχικής κατάστασης του ατόμου.
Ακόμη και στην περίπτωση που τα συμπεράσματα επιβεβαιώνονται με στοιχεία από την αστυνομική έρευνα, αυτή η επιφανειακή προσέγγιση είναι λανθασμένη. Η ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, της στάσης του σώματος και των εκφράσεων του προσώπου, ακόμη και από εξειδικευμένους συμπεριφοριολόγους και ειδικούς στη μη λεκτική επικοινωνία, δεν παρέχει εγγυημένα αξιόπιστα αποτελέσματα και έχει αμφισβητηθεί ως επιστημονική μέθοδος. Η επιστημονική βιβλιογραφία καταδεικνύει ότι, παρά τις δεκαετίες έρευνας, η ακρίβεια και η συνέπεια της συμπεριφορικής ανάλυσης παραμένουν χαμηλές, ιδίως σε περιβάλλοντα με υψηλή συναισθηματική φόρτιση και σε καταστάσεις πίεσης, όπως είναι οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις.
Επιπλέον, οι σύγχρονες μελέτες στον τομέα της ψυχολογίας δείχνουν ότι η ανάλυση μη λεκτικής επικοινωνίας βασίζεται περισσότερο σε παρατηρήσεις παρά σε καθιερωμένα, αξιόπιστα επιστημονικά πρότυπα. Η ψυχολογική ερμηνεία της μη λεκτικής επικοινωνίας αναπτύχθηκε αρχικά από ερευνητές όπως ο Ekman, οι οποίοι τόνισαν ότι ορισμένες εκφράσεις του προσώπου μπορεί να συνδέονται με συγκεκριμένα συναισθήματα. Ωστόσο, η σύνδεση αυτή δεν είναι απόλυτη. Ενώ υπάρχουν ορισμένα παγκόσμια συναισθήματα που εκφράζονται με καθολικές εκφράσεις (π.χ., ο φόβος ή η χαρά), τα υπόλοιπα μη λεκτικά σήματα είναι πολύ πιο περίπλοκα και ευάλωτα σε παρερμηνείες (Ekman, 1999).
Περαιτέρω, έρευνες έχουν δείξει ότι οι ίδιοι οι ειδικοί της συμπεριφοράς μπορούν να έχουν προκαταλήψεις που επηρεάζουν τις αξιολογήσεις τους. Μια μελέτη των Bond και DePaulo (2006) αποκάλυψε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών, έχουν μια φυσική προκατάληψη προς την “αλήθεια” (truth bias), γεγονός που καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό των ακριβών στοιχείων του ψεύδους. Αυτοί οι ειδικοί, συνεπώς, βασίζονται συχνά σε ενδείξεις και στερεότυπα που δεν ισχύουν σε κάθε περίπτωση και, ως αποτέλεσμα, ενδέχεται να προχωρούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Το πλαίσιο και οι πολιτισμικοί παράγοντες
Το πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται μια τηλεοπτική συνέντευξη, καθώς και το περιβάλλον του ατόμου, επηρεάζουν σημαντικά τις αντιδράσεις και την έκφραση του συνεντευξιαζόμενου. Σε περιπτώσεις δημόσιας έκθεσης, πολλοί υιοθετούν συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς που δεν αντικατοπτρίζουν την αυθεντική τους ψυχολογική κατάσταση (Goffman, 1959).
Ιδιαίτερα όταν η συνέντευξη εντάσσεται σε ένα πλαίσιο δημόσιας αντιπαράθεσης με μέλη της οικογένειας, η δυναμική της αλληλεπίδρασης γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη και συναισθηματικά φορτισμένη. Όταν ο συνεντευξιαζόμενος έρχεται αντιμέτωπος τηλεοπτικά με μέλη μιας ενδεχομένως πολύ δυσλειτουργικής οικογένειας, το ψυχολογικό φορτίο εντείνεται. Το ίδιο το περιβάλλον της συνέντευξης μπορεί να επιδεινώσει τις αντιδράσεις του συνεντευξιαζόμενου, προκαλώντας ενισχυμένα αμυντικά ή αντιδραστικά στοιχεία στη συμπεριφορά του, καθώς και την ενίσχυση συναισθημάτων όπως ο θυμός, η απογοήτευση ή η ένταση.
Ειδικά σε περιπτώσεις όπου οι οικογενειακές σχέσεις είναι διαταραγμένες ή χαρακτηρίζονται από προηγούμενα τραύματα και συγκρούσεις, η δημόσια αντιπαράθεση μπορεί να ενεργοποιήσει παλαιότερα βιώματα και να ενισχύσει συγκεκριμένα μοτίβα αλληλεπίδρασης που δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματική ψυχική κατάσταση του ατόμου, αλλά είναι προϊόν του συγκεκριμένου οικογενειακού πλαισίου. Αυτό το «σκηνικό» μπορεί να διαστρεβλώσει την αντίληψη του θεατή και του αναλυτή, οδηγώντας σε επιφανειακά ή λανθασμένα συμπεράσματα που βασίζονται στην εξωτερική εικόνα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βαθύτερες διαπροσωπικές εντάσεις και η συναισθηματική επίδραση της δυσλειτουργικής οικογένειας (Minuchin, 1974).
Η ένταση που αναδύεται σε αυτό το πλαίσιο συχνά αντικατοπτρίζει περισσότερο τη συγκρουσιακή φύση των οικογενειακών σχέσεων παρά τα αληθινά συναισθήματα ή την προσωπικότητα του συνεντευξιαζόμενου, καθιστώντας το έργο της ψυχολογικής αξιολόγησης ακόμη πιο δύσκολο και επισφαλές.
Ο κίνδυνος προκατάληψης και παρερμηνείας
Οι εκφράσεις προσώπου και οι σωματικές αντιδράσεις ενός ατόμου δεν είναι πάντοτε σαφή δείγματα της ψυχικής τους κατάστασης. Παράγοντες όπως το άγχος, η πίεση της δημοσιότητας ή απλώς η κούραση μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την εξωτερική εικόνα. Η εκτεταμένη έρευνα του Vrij (2008) δείχνει ότι ακόμη και έμπειροι παρατηρητές μπορούν εύκολα να παρερμηνεύσουν σημάδια ανειλικρίνειας ή άγχους, ιδίως όταν παρατηρούν άτομα σε συνθήκες πίεσης ή αγχωτικές περιστάσεις, όπως οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις.
Αυτή η προκατάληψη και η τάση για παρερμηνεία μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, καθώς το κοινό και οι αναλυτές συχνά προσκολλώνται σε ενδείξεις και σημάδια που επιβεβαιώνουν τις ήδη σχηματισμένες γνώμες τους. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Amanda Knox, μιας νεαρής Αμερικανίδας που κατηγορήθηκε για τον φόνο της συγκάτοικου της στην Ιταλία το 2007. Η συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων, όπως και των οικείων της, θεωρήθηκε από πολλούς ως «ψυχρή» ή «ανάρμοστη», κάτι που οδήγησε σε συμπεράσματα περί ενοχής της, καθώς η κοινή γνώμη και τα μέσα εστίασαν σε στιγμιαίες εκφράσεις και αντιδράσεις της. Ωστόσο, αργότερα αποδείχθηκε ότι η Knox ήταν αθώα, ενώ η προσοχή που δόθηκε στην εξωτερική της συμπεριφορά ήταν αβάσιμη και παραπλανητική (Goodman, 2011).
Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η υπόθεση του Richard Jewell, του σεκιουριτά που θεωρήθηκε ύποπτος για την τοποθέτηση βόμβας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996. Ο Jewell, ένας άνθρωπος με φαινομενικά «αποσπασμένη» συμπεριφορά και περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες, παρερμηνεύτηκε από τα μέσα ενημέρωσης ως «αντικοινωνικός» και πιθανός δράστης, λόγω των παρεξηγήσεων που προκάλεσε το ύφος του. Στην πραγματικότητα, η συμπεριφορά του ήταν αποτέλεσμα άγχους και πίεσης και δεν είχε καμία σχέση με ενοχή, ενώ αργότερα αθωώθηκε πλήρως. Παρ’ όλα αυτά, η κοινή γνώμη είχε ήδη στιγματίσει την εικόνα του, βασιζόμενη σε επιφανειακά στοιχεία και παρερμηνείες.
Η παραπάνω τάση για εσφαλμένες ερμηνείες οφείλεται εν μέρει στο «φαινόμενο του θεμελιώδους σφάλματος απόδοσης» (fundamental attribution error), σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι τείνουν να αποδίδουν συμπεριφορές σε προσωπικά χαρακτηριστικά παρά σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως το στρες ή η πίεση. Έτσι, σε περιπτώσεις όπου ένα άτομο παρουσιάζει «ύποπτη» ή «περίεργη» συμπεριφορά, η κοινή γνώμη και ακόμη κι οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας μπορούν να παρασυρθούν, αποδίδοντας ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή συναισθήματα που δεν αντανακλούν την πραγματική κατάσταση του ατόμου (Ross, 1977).
Ελλοχεύει λοιπόν ένας πραγματικός κίνδυνος όταν αξιολογούμε τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου βασιζόμενοι αποκλειστικά σε εξωτερικές ενδείξεις και σε προκαθορισμένα στερεότυπα. Η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν μπορεί να κατανοηθεί σε βάθος με επιφανειακές παρατηρήσεις, ιδίως υπό συνθήκες δημόσιας έκθεσης ή πίεσης, όπως στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις.
Η σημασία της πολυδιάστατης ψυχιατρικής αξιολόγησης
Η αξιολόγηση της ψυχικής υγείας ενός ατόμου απαιτεί πολύπλευρη προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει την ανάλυση του ιατρικού του ιστορικού, την παρατήρηση του συμπεριφορικού του προφίλ σε διαφορετικές συνθήκες και στιγμές, την προσωπική εξέταση από τους ειδικούς καθώς και τη χρήση σταθμισμένων ψυχομετρικών εργαλείων. Αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει εκ του μακρόθεν και μέσω μιας τηλεοπτικής συνέντευξης, καθώς το υλικό της συνέντευξης δεν επαρκεί για να παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), η διάγνωση ψυχικών διαταραχών απαιτεί συγκέντρωση επαρκούς πληροφορίας από αξιόπιστες πηγές, που δεν μπορούν επουδενί να είναι διαθέσιμες σε μια συνέντευξη μικρής διάρκειας προς μη ειδικούς της ψυχικής υγείας, όπως οι δημοσιογράφοι (American Psychiatric Association, 2013).
Δεοντολογικός κίνδυνος και παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων
Η ψυχιατρική ή ψυχολογική αξιολόγηση μέσω τηλεοπτικού υλικού εγείρει επίσης σοβαρά δεοντολογικά ζητήματα. Ο Κώδικας Δεοντολογίας της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας (American Psychological Association, 2017) τονίζει ότι κάθε αξιολόγηση πρέπει να πραγματοποιείται με σεβασμό στην αυτονομία και τα δικαιώματα του ατόμου. Η ανάλυση της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου χωρίς την άδειά του παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και μπορεί να οδηγήσει σε ανακριβή και παραπλανητικά συμπεράσματα. Η δε ενδεχόμενη δημόσια εκφορά τέτοιων συμπερασμάτων ενδέχεται να προκαλέσει αρνητικές συνέπειες για το άτομο, όπως στιγματισμό, ψευδείς αντιλήψεις για την ψυχική του κατάσταση, ή ακόμη και βλάβη στη φήμη και στην επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Διεθνή Κείμενα Δεοντολογίας, όπως το Goldwater Rule της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας περί ιατρικής ηθικής, το οποίο απαγορεύει ρητά τις δημόσιες ψυχιατρικές διαγνώσεις για άτομα χωρίς άμεση προσωπική εκτίμηση, στοιχειοθετεί τη διεθνώς αποδεκτή ψυχιατρική πρακτική. Αλλά και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας της Ελλάδας (Ν. 3418/2005) τονίζει ότι οι ιατροί οφείλουν να διαφυλάσσουν την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, διασφαλίζοντας απόλυτο σεβασμό στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Η εξ αποστάσεως διάγνωση, χωρίς την απαραίτητη άμεση και προσωπική κλινική εξέταση, παραβιάζει αυτόν τον κανόνα.
Πολύ περισσότερο όμως, η δημοσιοποίηση διαγνωστικών απόψεων για την ψυχική υγεία ενός ανθρώπου, χωρίς την έγκρισή του και χωρίς κλινική αξιολόγηση, συνιστά παραβίαση του ιατρικού απορρήτου και των θεμελιωδών δεοντολογικών αρχών που το διέπουν. Το ιατρικό απόρρητο δεν προστατεύει μόνο τους ήδη υπάρχοντες ασθενείς ενός ειδικού από την αποκάλυψη προσωπικών τους πληροφοριών· αλλά αποτελεί μια θεμελιώδη αρχή που υποχρεώνει τους ιατρούς να αποφεύγουν οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση που μπορεί να εκληφθεί ως δημόσια κριτική ή διάγνωση ενός ανθρώπου και ειδικά όταν εκείνος δεν έχει ζητήσει τη βοήθεια τους. Παραβιάζεται επομένως η ηθική υποχρέωσή των ειδικών να προστατεύουν την ιδιωτικότητα και την αξιοπρέπεια του ατόμου.
Η πλασματική αίσθηση οικειότητας στην τηλεόραση
Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις δημιουργούν μια «πλασματική αίσθηση οικειότητας», στην οποία οι θεατές και οι παρατηρητές νομίζουν ότι κατανοούν το άτομο που παρακολουθούν, βασιζόμενοι σε περιορισμένα και μερικές φορές διαστρεβλωμένα στοιχεία (Horton & Wohl, 1956). Η αίσθηση αυτή μπορεί να επηρεάσει τους θεατές να αποδίδουν ψυχολογικές ιδιότητες στο άτομο που παρακολουθούν, βασιζόμενοι σε φαινομενικά «οικείες» αντιδράσεις που στην πραγματικότητα έχουν υποστεί επεξεργασία και προσαρμογή για τη συνέντευξη.
Συμπερασματικά
Η πρακτική της ανάλυσης της ψυχικής κατάστασης και των χαρακτηριστικών προσωπικότητας ενός ανθρώπου μέσω τηλεοπτικών συνεντεύξεων, χωρίς προσωπική εξέταση, δεν συνάδει με τις αρχές της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας. Ελλείψει άμεσης αλληλεπίδρασης και ολοκληρωμένης κλινικής αξιολόγησης, τα συμπεράσματα είναι πιθανό να είναι επιφανειακά και λανθασμένα. Αυτή η μέθοδος όχι μόνο στερείται επιστημονικής βάσης, αλλά και ενδέχεται να παραβιάζει τα δεοντολογικά πρότυπα που διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων.
Πηγή: papadimitriadis.gr