Ένας πόλεμος για τη στρογγυλή θεά που έκρυβε πολλά πριν τη σέντρα το

Ένας πόλεμος για τη στρογγυλή θεά που έκρυβε πολλά πριν τη σέντρα το

Στην επικράτεια της μπάλας χρησιμοποιούμε συχνά στρατιωτικού τύπου ορολογία για να περιγράψουμε ένα ματς.

Μιλάμε έτσι ατάραχα για «μάχη» μεταξύ δύο ομάδων, για «πόλεμο» της εξέδρας, για κείνον τον επιθετικό που «πυροβόλησε» δυο μπαλάκια ή τον άλλο τον «πιστολέρο», τον αμυντικό-«τσεκούρι», το «βαρύ πυροβολικό» της ομάδας, για τους «Κανονιέρηδες» της Άρσεναλ κ.ά.

Κι ενώ αυτά έχουν όσο να πεις το θεατράλε και δραματικό ύφος που αποζητά ο λόγος μας, εγείροντας έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, δεν συνειδητοποιούμε συχνά πόσο δυνατό είναι το ποδόσφαιρο και τι μπορεί να πυροδοτήσει. Ακόμα και πολιτικό αναβρασμό!

Και πουθενά δεν ήταν αυτό αληθινότερο απ’ όσα έλαβαν χώρα στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, όταν Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ είπαν να λύσουν τις διπλωματικές και μεθοριακές διαφορές τους με αφορμή έναν αγώνα ποδοσφαίρου.

Γιατί τα προκριματικά ματς του 1969 για την τελική φάση του Μουντιάλ του 1970 ήταν πράγματι η σπίθα που άναψε το φιτίλι, τα πραγματικά αίτια εδράζονταν ωστόσο σε λιγότερο ποδοσφαιρικούς όρους. Η στρογγυλή θεά λειτούργησε πάντως ως καταλύτης για έναν αληθινότατο πόλεμο που και θύματα θα είχε και ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες για τη Λατινική Αμερική, παρά το βραχύβιο των εχθροπραξιών. Μερικές χιλιάδες νεκροί, δεκάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι και δυο εθνικές οικονομίες κατεστραμμένες το προσυπογράφουν αυτό με τον τραγικότερο τρόπο.

Τρεις αγώνες λοιπόν μεταξύ Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ εκείνον τον Ιούνιο του 1969 φούντωσαν τα πνεύματα και έκαναν τα αίματα να ανάψουν, εκτρέποντας την ήδη τεταμένη κατάσταση. Γιατί αν στο ποδόσφαιρο χρησιμοποιούμε συχνά πολεμικές μεταφορές, υπάρχουν και φορές που μετατρέπεται σε πραγματικό πόλεμο.

Για «Πόλεμο του Ποδοσφαίρου» θα μιλήσουμε λοιπόν, ως μια ζοφερή υπόμνηση των ευρύτερων επιπτώσεων που μπορεί να έχει o βασιλιάς των σπορ αν ξεφύγει η κατάσταση…

Προοίμιο

Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, χιλιάδες πολίτες του Ελ Σαλβαδόρ μετανάστευαν στη γειτονική Ονδούρα, τόσο εξαιτίας της καταπιεστικής στρατιωτικής διακυβέρνησης της χώρας τους όσο και της φτηνότερης γης που είχαν οι γείτονες. Μέχρι το 1969, 350.000 υπήκοοι του Ελ Σαλβαδόρ ζούσαν περισσότερο ή λιγότερο νόμιμα στην άλλη πλευρά των συνόρων, δημιουργώντας μια έκρυθμη κοινωνικά κατάσταση που εκμεταλλευόταν ο δικτάτορας Αρεγιάνο με τη γνώριμη αντιμεταναστευτική ρητορεία.

Ο στρατηγός προσπαθούσε να παραμείνει στη χουντική διακυβέρνηση της Ονδούρας με νύχια και με δόντια και οι γείτονες μετανάστες ήταν ο ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος. Την ίδια ώρα, ήδη από το 1966 οι γαιοκτήμονες της Ονδούρας είχαν συστήσει τη δική τους ένωση, την Εθνική Ομοσπονδία Αγροτών και Κτηνοτρόφων (FENAGH), θέλοντας να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα.

To Ελ Σαλβαδόρ είναι πέντε φορές μικρότερο από την Ονδούρα, μέχρι το 1969 είχε ωστόσο πληθυσμό 3,7 εκατ. κατοίκων, σε σχέση με τα 2,6 εκατ. της Ονδούρας. Πάμφτωχες και ρημαγμένες αμφότερες, η μεγαλύτερη έκταση της Ονδούρας εξασφάλιζε καλύτερες βιοτικές συνθήκες, γι’ αυτό και το κύμα της μετανάστευσης μεγάλωνε και μεγάλωνε.

Οι τεταμένες σχέσεις των δύο λαών υποδαυλίζονταν από τους μεγαλοτσιφλικάδες και τους ισχυρούς παίκτες της αγοράς, που ήθελαν συνεχώς περισσότερα. Η United Fruit Company (η σημερινή Chiquita Foods International) να σκεφτείτε κατείχε περισσότερο από το 10% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Ονδούρας! Κι ενώ ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμη να δώσει πάμφτηνη εργασία στους μετανάστες, δεν χαιρόταν ακριβώς που πολλοί από αυτούς ζούσαν σε «φιλέτα» γης.

Το 1966 λοιπόν, κάτω από της πιέσεις της παντοδύναμης FENAGH, η κυβέρνηση εγκαινίασε ένα γενναίο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, έναν σωστό αναδασμό της γης που δεν άφηνε χώρο για τους γείτονες μετανάστες, ακόμα και σε όσους ήταν νόμιμοι και είχαν αγοράσει τα λιγοστά στρέμματά τους. Και για να πάρουν τον λαό μαζί τους, οι τσιφλικάδες μοίραζαν κομμάτια αυτών των εδαφών στους ντόπιους ακτήμονες, πείθοντάς τους ότι ο μεγάλος εχθρός ήταν ο εξίσου εξαθλιωμένος γείτονας.

Οι εργάτες του Σαλβαδόρ, τόσο οι νόμιμοι όσο και οι παράτυποι, άρχισαν να εκτοπίζονται, ένα θέμα με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες, καθώς πολλοί ήταν παντρεμένοι και παντρεμένες με πολίτες της Ονδούρας. Χιλιάδες εκδιώχθηκαν κακήν κακώς με την πρόφαση να γίνει χώρος για τους ντόπιους και να βρίσκουν οι γηγενείς ευκολότερα δουλειά και γη.

Το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο τον Φεβρουάριο του 1969, όταν η διετής συμφωνία για το ανοιχτό πέρασμα της μεθορίου έληξε και δεν ανανεώθηκε.

Τόσο η FENAGH όσο και το στρατιωτικό καθεστώς είχαν καταφέρει να σπείρουν το εθνικιστικό τους μίσος στους πολίτες. Οι υπερπατριώτες, με τις πλάτες της χούντας, έκαναν καθημερινές επιθέσεις στους μετανάστες. Και δεν ήταν μόνο οι ξυλοδαρμοί και τα άλλα δεινά, αλλά και οι τόσοι φόνοι.

Μέσα σε όλα, το Ελ Σαλβαδόρ άρχισε ξαφνικά να διεκδικεί τη γη που είχαν αγοράσει νόμιμα οι πολίτες του στην Ονδούρα, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα που χρειαζόταν μία μόνο σπίθα…

Τα σημαδιακά προκριματικά για το Μουντιάλ του 1970

Με τον Τύπο και στις δύο χώρες να υποδαυλίζει τα μίση, η μοίρα το έφερε να τεθούν αντιμέτωπες ποδοσφαιρικά Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ το 1969 για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της επόμενης χρονιάς στο Μεξικό.

Ο πρώτος αγώνας έλαβε χώρα στις 8 Ιουνίου στην πρωτεύουσα της Ονδούρας, Τεγουσιγάλπα, καταλήγοντας σε νίκη 1-0 της εθνικής της ομάδας. Ανελέητο ξύλο χαρακτήρισε τη μάχη της εξέδρας, καθώς ντόπιοι και φιλοξενούμενοι ήρθαν κι αυτοί αντιμέτωποι στο περιθώριο του ματς με ό,τι είχαν και δεν είχαν. Πόσο μάλλον που το γκολ μπήκε στην παράταση, σε μια μακρά παράταση, όπως πίστεψαν οι οπαδοί του Σαλβαδόρ που ένιωσαν εξαπατημένοι.

Τα επεισόδια άφησαν μάλιστα τόσους και τόσους με επιδέσμους, τσιρότα και μελανιές που όλοι γνώριζαν ποιος είχε παρακολουθήσει εκείνο το ματς, καθώς τα παράσημα τιμής δεν κρύβονταν. Με ξεκάθαρες ρεβανσιστικές διαθέσεις έγινε λοιπόν ο επαναληπτικός της 15ης Ιουνίου στο Σαν Σαλβαδόρ, όταν η εθνική του Ελ Σαλβαδόρ συνέτριψε την Ονδούρα με 3-0. Την προηγούμενη νύχτα ωστόσο οι οπαδοί κατέκλυσαν τον χώρο κάτω από το ξενοδοχείο όπου διέμενε η αποστολή της Ονδούρας κοπανώντας κατσαρόλες και κορνάροντας ασυστόλως για να μην κλείσει κανείς τους μάτι όλη νύχτα. Κάτι που δούλεψε προφανώς.

Περιττό να αναφερθεί ότι αυτό ήταν το δεύτερο ξενοδοχείο όπου μεταφέρθηκε η εθνική των φιλοξενουμένων, καθώς το πρώτο κάηκε ολοσχερώς. Οι οπαδοί του Σαλβαδόρ είχαν τηρήσει κατά γράμμα την υπόσχεση που έδωσαν στην αποστολή των γειτόνων όταν προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο, όπως έγραφε εξάλλου και το πανό «καλωσορίσματος»: «Χαιρόμαστε πολύ που είστε εδώ. Σύντομα θα μάθετε γιατί»

Την ώρα που η εθνική τους επικρατούσε κατά κράτος της Ονδούρας, οι οπαδοί του Σαλβαδόρ επιτέθηκαν στους αντίπαλους φιλάθλους στις κερκίδες. Το κυνήγι επεκτάθηκε και στις γειτονιές του Σαν Σαλβαδόρ και δύο πολίτες της Ονδούρας έχασαν τη ζωή τους στα επεισόδια. Κάθε αυτοκίνητο ή λεωφορείο που πήγαινε να περάσει τα σύνορα γινόταν στόχος των εξαγριωμένων οπαδών, κάτι που στην άλλη πλευρά των συνόρων πυροδότησε προπαγανδιστικές ιστορίες πως τάχα ένα λουτρό αίματος είχε λάβει χώρα στη γείτονα και πολλοί υπήκοοι της Ονδούρας κρατούνταν όμηροι.

Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έννοια ελέγχου στην Ονδούρα: τα μαγαζιά των μεταναστών κάηκαν και λεηλατήθηκαν και οι ίδιοι ξυλοκοπούνταν ανελέητα από ομάδες «πολιτοφυλακής», που τους άρπαζαν από τα σπίτια και τις φάμπρικες όπου δούλευαν. Ακόμα και μαγαζιά ντόπιων που πουλούσαν απλώς προϊόντα από το Σαλβαδόρ δεν γλίτωσαν από τη μανία των θερμόαιμων υπερπατριωτών.

Οι μετανάστες περνούσαν κατά ορδές τα σύνορα με την αντίθετη από τη συνήθη κατεύθυνση, αν και εκεί ακόμα τους περίμεναν οι ταραξίες με τις ευλογίες των συνοριοφυλάκων. Και δεν ήταν μόνο ότι είχαν καεί τα σπίτια και λεηλατηθεί οι περιουσίες τους, ήταν και το γεγονός πως πολλές από τις γυναίκες τους είχαν βιαστεί ανελέητα.

Περισσότεροι από 1.000 μετανάστες επέστρεφαν με τα πόδια στο Σαλβαδόρ κάθε μέρα. Η κυβέρνηση της χώρας μιλούσε για γενοκτονία και κάλεσε τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών να παρέμβει, μάταια όμως.

Το τελειωτικό χτύπημα θα δινόταν στον τελικό του προκριματικού τουρνουά μεταξύ Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ, σε ουδέτερη αυτή τη φορά έδρα, στην Πόλη του Μεξικού. Στο ματς της 26ης Ιουνίου νικητής αναδείχθηκε το Σαλβαδόρ με 3-2 (που έφτασε τελικά στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου), η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Ονδούρας κατηγόρησε τη διαιτησία για δωροδοκία και οι αντεγκλήσεις ξέφυγαν για άλλη μια φορά από τον έλεγχο.

Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, το Σαλβαδόρ ανακοίνωσε ότι διακόπτει κάθε διπλωματική σχέση με την Ονδούρα, παραθέτοντας ως λόγο τη σιωπή της διεθνούς κοινότητας στην ανθρωπιστική κρίση που αντιμετώπιζε…

Ο Πόλεμος των 100 Ωρών που κάποιοι ονόμασαν Πόλεμο του Ποδοσφαίρου

Η Ονδούρα ανταπάντησε στις 3 Ιουλίου, όταν ένα μικρό αναγνωριστικό αεροσκάφος της παραβίασε τον εναέριο χώρο του Σαλβαδόρ. Οι προκλήσεις συνεχίζονταν εκατέρωθεν και τα μεθοριακά επεισόδια ήταν πια καθημερινά. Αμφότερες οι χώρες επιδόθηκαν σε πυρετώδεις εξοπλιστικές προμήθειες, εξαιτίας όμως του στρατιωτικού εμπάργκο που τους είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να αγοράσουν ευθέως όπλα, κι έτσι κατέφυγαν σε ανεξάρτητους εμπόρους όπλων αποκτώντας ουσιαστικά παλιά μαχητικά και παρωχημένα βομβαρδιστικά του Β’ Παγκοσμίου.

Κάτι που έκανε τον Πόλεμο του Ποδοσφαίρου την τελευταία σύρραξη που χρησιμοποιήθηκαν ελικοφόρα αεροσκάφη μιας άλλης εποχής! Έτσι κύλησαν τα πράγματα μέχρι εκείνο το πρωινό της 14ης Ιουλίου, όταν τρία μαχητικά αεροπλάνα του Σαλβαδόρ παραβίασαν τα σύνορα της Ονδούρας και έκαναν αερομαχίες με την πολεμική αεροπορία της γείτονος.

Το ίδιο απόγευμα όμως τα αεροπλάνα του Ελ Σαλβαδόρ θα επέστρεφαν, αυτή τη φορά με μαχητικά, βομβαρδιστικά, ακόμα και ντακότες με βόμβες προσαρμοσμένες στα φτερά τους. Έπληξαν στις 5:00 το απόγευμα το Διεθνές Αεροδρόμιο της Ονδούρας, που χρησιμοποιούνταν ως βάση και από την πολεμική αεροπορία, αλλά και τέσσερις πόλεις. Όσο γίνονταν αυτά, ο στρατός ξηράς του Σαλβαδόρ περνούσε τα σύνορα με ό,τι είχε και δεν είχε.

Η σημαντική πόλη της Ονδούρας, Νουέβα Οκοτεπέκε, ήταν η πρώτη που έπεσε και σύντομα πέντε ακόμα πόλεις θα ήταν στα χέρια του εχθρού, καθώς η αντίσταση της Ονδούρας ήταν ασθενέστατη. Η πρωτεύουσα κινδύνευε εξόφθαλμα και μέχρι το βράδυ όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Την επομένη όμως η αεροπορία της Ονδούρας αναδιπλώθηκε και έπληξε στρατηγικά το πολιτικό (και στρατιωτικό ταυτοχρόνως) αεροδρόμιο του Σαν Σαλβαδόρ, βάλλοντας κατά μερικών ακόμα νευραλγικών και ανεφοδιαστικών στόχων (όπως το σημαντικότερο βιομηχανικό λιμάνι της χώρας και τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δεξαμενές καυσίμων).

Το τέχνασμα έπιασε. Χωρίς καύσιμα και πυρομαχικά, ο στρατός του Σαλβαδόρ καθηλώθηκε. Ήταν όμως εκτός εαυτού και είχαν ακόμα ξιφολόγχες και μαχαίρια να χρησιμοποιήσουν κατά των άοπλων πολιτών της Ονδούρας. Αυτή τη φορά ήταν η Ονδούρα που έκανε έκκληση στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών, ο οποίος επέβαλε άμεση κατάπαυση του πυρός.

Η οποία δεν θα λάμβανε χώρα παρά στις 18 Ιουλίου, 100 ώρες μετά την κήρυξη του πολέμου δηλαδή, με το Σαλβαδόρ να απαιτεί πολεμικές αποζημιώσεις για τους κατατρεγμένους πολίτες του αλλά και εγγυήσεις ασφάλειας για όσους παρέμεναν στο έδαφος της Ονδούρας. Ο στρατός του Σαλβαδόρ αρνούνταν πάντως να υποχωρήσει από τις θέσεις του και θα έπρεπε να απειληθεί ρητά από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών ώστε να συμφωνήσει να αποσύρει τις δυνάμεις του από την κατεχόμενη Ονδούρα στις 2 Αυγούστου ο πρόεδρος (δικτάτορας) Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες.

Η συνθήκη ειρήνης θα υπογραφόταν βέβαια 11 χρόνια μετά (1980), όταν τα δύο κράτη απευθύνθηκαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την τακτοποίηση των συνοριακών τους διαφορών.

Στον απόηχο του σύντομου αλλά αιματηρού αυτού πολέμου, 900 στρατιώτες του Ελ Σαλβαδόρ έχασαν τη ζωή τους και άλλες 300.000 πολίτες εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους. Η Ονδούρα έχασε 2.000 πολίτες και 250 στρατιώτες, ενώ και εδώ μερικές χιλιάδες έμειναν χωρίς σπίτι εξαιτίας των βομβαρδισμών.

Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου θα έπλητταν τη Λατινική Αμερική για τα επόμενα 20 χρόνια, παρέχοντας γόνιμο έδαφος για μια σειρά ακόμα από χούντες να γεννηθούν. Το Σαλβαδόρ μάλιστα, ανίκανο καθώς ήταν να διαχειριστεί την επιστροφή των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών του, θα γινόταν ακόμα φτωχότερο και θα υπέφερε αργότερα από έναν 12ετή εμφύλιο πόλεμο.

Στη χώρα μάλιστα όλοι αποκαλούν τον πόλεμο ως Πόλεμο των 100 Ωρών, καθώς ποιος θα έκανε έναν πόλεμο για χάρη του ποδοσφαίρου; Ήταν πολλά περισσότερα αυτά που διακυβεύονταν και όχι ένα Μουντιάλ.

Μιλώντας πάντως για τον βασιλιά των σπορ, έχει και πιο ευτυχείς περιστάσεις να επιδείξει. Δύο χρόνια πρωτύτερα, ας πούμε, το ποδόσφαιρο σταμάτησε έναν πόλεμο, έστω και προσωρινά. Αναφερόμαστε στον πόλεμο της Μπιάφρας, όταν οι αντιμαχόμενες πλευρές κήρυξαν μια διήμερη ανακωχή τον Σεπτέμβριο του 1967 καθώς όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τον Πελέ και τη Σάντος του που θα έπαιζαν δυο φιλικά ματς στη χώρα…

 

 

newsbeast

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα