Πήραμε χρυσό στο ... ντόπινγκ. Διαπόμπευση της Ελλάδας στο Πεκίνο

Ο Ζακ Ρογκ, που πριν από τέσσερα χρόνια υμνούσε την Ελλάδα για τη διοργάνωση των Αγώνων, φέτος ήταν ο πιο αυστηρός κριτής της, κυριολεκτικά μας διαπόμπευσε, απονέμοντάς μας «το χρυσό μετάλλιο στο ντόπινγκ», μετά τα συνεχή κρούσματα και τις αποκαλύψεις για ενεχόμενους αθλητές. Το πλήγμα αυτή τη φορά είναι συντριπτικό για τη γενέτειρα του αθλητικού ιδεώδους, τα στοιχεία που έρχονται στο φως επιβεβαιώνουν ότι αυτή η δύσοσμη υπόθεση έχει «βαθύ» παρελθόν στη χώρα μας, οι εμπλεκόμενοι ήταν πολλοί -πολιτικοί, αθλητές, προπονητές, εισαγωγείς...- και αυτοί που ήξεραν αλλά σιωπούσαν ακόμα περισσότεροι. Ετσι, τώρα «αμφισβητούνται» και επιτυχίες αθλητών που δεν είχαν τίποτα μεμπτό, παρασύρονται και αυτές μέσα στον βόρβορο. Μένει, οι ημεδαποί αρμόδιοι, αυτή τη φορά να μην αρκεστούν σε λόγια, αλλά να προχωρήσουν σε έργα, στιγματίζοντας τους υπεύθυνους, για να σωθούν νεότερες γενιές αθλητών. Το ποτήρι ξεχείλισε, και η αηδία περισσεύει.

Τα αποτελέσματα των περισσότερων αθλητών και ομάδων έδειξαν ότι το οικοδόμημα είχε πήλινα πόδια και η περίφημη «άνοιξη του ελληνικού αθλητισμού» που ξεκίνησε το 1992 στη Βαρκελώνη έκλεισε τον κύκλο της μέσα στην μπόχα της ντόπας και του διεθνούς διασυρμού της χώρας

Ο κύκλος που άνοιξε τότε με την ονομασία «άνοιξη του ελληνικού αθλητισμού» έκλεισε οριστικά στο Πεκίνο, αφήνοντας όμως πίσω του πολλά ερωτήματα και θέτοντας εξαρχής το ζήτημα «τι αθλητικό οικοδόμημα διαθέτουμε και τι είδους αθλητισμό θέλουμε στην Ελλάδα». Γιατί, όπως αποδείχθηκε με τον πιο εμφατικό τρόπο στην κινεζική πρωτεύουσα, οι ελληνικές αθλητικές επιτυχίες στις προηγούμενες ολυμπιακές - και όχι μόνο - διοργανώσεις δεν συμβάδιζαν με το πραγματικό μπόι του αθλητικού οικοδομήματός μας.

Και πώς άλλωστε θα μπορούσε η χώρα με τον μικρότερο αριθμό αθλουμένων στην Ευρώπη, με ένα άναρχο και πρόχειρο σύστημα οργάνωσης του αθλητισμού (πληθωρισμός σωματείων και απουσία σχολικού αθλητισμού), με μηδαμινή επιστημονική υποστήριξη του πρωταθλητισμού (κορυφαίο παράδειγμα το σχεδόν μονίμως εν υπνώσει και με ελάχιστη σχέση με το καθημερινό αθλητικό γίγνεσθαι Εθνικό Κέντρο Αθλητικών Ερευνών και Τεχνολογίας), με την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή να βρίσκεται στην ουσία στο περιθώριο, αφού όλες οι κυβερνήσεις θέλουν να έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο στον αθλητισμό, καθώς θεωρούν ότι μπορούν να αποκομίσουν πολιτικά και εκλογικά οφέλη, να έχει εξασφαλίσει ένα στάνταρντ διακρίσεων ανεξάρτητα από συγκυρίες;

Ετσι τώρα που πέρασε ο προολυμπιακός οίστρος εν όψει του 2004 που είχε φέρει ενθουσιασμό, κίνητρα, χρήμα και φιλοδοξίες, αποκαλύφθηκε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Και είκοσι χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς της Σεούλ, όπου η ελληνική ολυμπιακή αποστολή αναζητούσε το μετάλλιο της παρηγοριάς - και το βρήκε στη χάλκινη επιτυχία του παλαιστή Μπάμπη Χολίδη -, η Ελλάδα δείχνει να βρίσκεται σχεδόν στον ίδιο παρονομαστή ή τουλάχιστον να μην έχει εκμεταλλευθεί το 2004 για να έχει διαχρονικά μια σταθερά αξιοπρεπή διεθνή αθλητική παρουσία.

 

Η πτώση του ενδιαφέροντος για τον εκτός ποδοσφαίρου αθλητισμό, όπως εκφράστηκε με τη μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων, την αποχώρηση των (περισσότερων) χορηγών, τη μη αξιοποίηση πλην ελαχίστων εξαιρέσεων των ολυμπιακών αθλητικών εγκαταστάσεων, που άλλες ρημάζουν και άλλες παραχωρήθηκαν σε μη αθλητικούς φορείς - όπως το περίφημο Σπίτι της Αρσης Βαρών, που δόθηκε στο Πανεπιστήμιο Πειραιά -, συνυπολογίζεται στις αιτίες που δυσκόλεψαν την προολυμπιακή προετοιμασία.

Επιπλέον η αποχώρηση μιας φουρνιάς μεγάλων αθλητών που παρέτειναν τον αθλητικό βίο τους λόγω του 2004 και η μη αντικατάστασή τους από ισάξιους δημιούργησαν μεγάλα κενά στην ελληνική αθλητική εκπροσώπηση.

Από τους 16 κατόχους μεταλλίων στην Αθήνα το 2004 οι επτά δεν ταξίδεψαν στο Πεκίνο, ενώ ως την περασμένη Παρασκευή μόνο τρεις περιπτώσεις (Πηγή Δεβετζή,Βασίλης Πολύμερος, Σοφία Μπεκατώρου) κατάφεραν να ανεβούν ξανά στο βάθρο. Το απογοητευτικό όμως είναι ότι στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από τη διοργάνωση της Αθήνας ο ελληνικός αθλητισμός δεν κατάφερε να δημιουργήσει έναν νέο ολυμπιονίκη! Σήμα κινδύνου αλλά και γεγονός ενδεικτικό της κατάστασης του ελληνικού αθλητισμού μετά το 2004.

Παρ' όλα αυτά, η Ελλάδα έστειλε στο Πεκίνο μία από τις μεγαλύτερες αποστολές στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Οπως όμως έδειξαν οι εμφανίσεις και τα αποτελέσματα των περισσότερων ελλήνων αθλητών/τριών και ομάδων, η προετοιμασία τους και οι στόχοι τους εξαντλούνταν στην εξασφάλιση του ολυμπιακού εισιτηρίου και όχι στη διάκριση στο Πεκίνο.

Επιπλέον ζητήματα που είχαν λυθεί και θεωρούνταν κοινός τόπος, όπως η ύπαρξη ψυχολογικής υποστήριξης από εξειδικευμένους επιστήμονες, έγιναν τώρα πολυτέλειες. Και όμως στην «Αθήνα 2004» η ελληνική ολυμπιακή αποστολή είχε τρεις ψυχολόγους. Και αν αναλογιστεί κανείς πόσοι έλληνες αθλητές επικαλέστηκαν απουσία κατάλληλης ψυχολογίας ως αιτία για την αποτυχία τους, κατανοεί πόσο απαραίτητη ήταν η παρουσία ψυχολόγων και στο Πεκίνο. Πέραν όμως των εγγενών αδυναμιών που συνόδευαν την ελληνική αποστολή, υπήρξαν και επί μέρους προβλήματα και ανεπάρκειες σε κάθε ξεχωριστή ομάδα, κατά άθλημα.

 

Αν γυρίσουμε λίγο πιο πίσω, περί το 1990, ο ελληνικός στίβος ζούσε ημέρες ραστώνης. Οι διασημότεροι των αθλητών μας -ο Λάμπρος Παπακώστας, ο Κώστας Κουκοδήμος, η Βούλα Πατουλίδου, κ.ά.- ήταν τόσο αναγνωρίσιμοι, όσο χρειαζόταν για να τους ανοίγουν τις πόρτες χωρίς να ζητούν διαπίστευση οι φύλακες στα στάδια της Ελλάδας. Βλέπετε, αφού οι διακρίσεις τους έφθαναν μετά βίας μέχρι το μεσογειακό επίπεδο, οι αποστολές σε Ολυμπιακούς Αγώνες και Παγκόσμια Πρωταθλήματα ήταν απλώς αφορμή για... shopping. «Πριν από το 1992», είχε δηλώσει άπαξ ο Κώστας Κεντέρης, «πηγαίναμε μια-δύο ώρες στο στάδιο να περάσει η ώρα, να γυμναστούμε και λίγο, να κάνουμε και χαβαλέ. Στις αποστολές παίζαμε μπουγέλο στο ξενοδοχείο, λέγαμε «άντε, να τελειώνουμε με τους αγώνες, να πάμε και για ψώνια»».

Ολα αυτά, μέχρι τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης - εκεί που η Βούλα Πατουλίδου, ως εκ θαύματος βρέθηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου. Δίκην μαγικής ράβδου, το χρυσό της μετάλλιο ήταν σα να μάγεψε τους λοιπούς της «στιβικής» παρέας - μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '90, ο Παπακώστας πήρε ασημένιο μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, ο Κουκοδήμος πέρασε τα 8 μέτρα στο μήκος, κι ο Κώστας Κεντέρης, που το 2000 θα έπαιρνε το χρυσό στους Αγώνες του Σίδνεϊ, δήλωνε πως «από την Πατουλίδου και μετά, κανένας αθλητής δεν ήταν καλύτερος από μένα αν δεν το απεδείκνυε μέσα στα κουλουάρ». Σαν να επρόκειτο για αθλητικό παραμύθι, μέσα σε μία επταετία, η Ελλάς από παγκοσμίως ανυπόληπτη στιβικώς, κατέστη τέταρτη δύναμη του κλασικού αθλητισμού στον κόσμο!

Κοινές εμπειρίες...

Μόνο που εσχάτως, κατά τις δηλώσεις του Ζακ Ρογκ, κατέστη και παγκόσμια πρωταθλήτρια του ντόπινγκ! Αν ο πρόεδρος της ΔΟΕ μίλησε για «κύκλωμα ντόπινγκ» στην Ελλάδα, είναι μάλλον δύσκολο να τον διαψεύσει κανείς αφού σε τρεις διαφορετικές ομοσπονδίες (άρση βαρών, στίβος, κολύμβηση) βρέθηκαν αθλητές θετικοί στην ίδια ουσία, τη m3, την οποία όλως περιέργως δεν ανίχνευαν τα ελληνικά εργαστήρια με το αιτιολογικό πως «αυτή τη χρησιμοποιούσαν παλιά, γι' αυτό τώρα πια δεν την αναζητούσαμε στο δείγμα»! Αλλωστε, μετά την «Κεντεριάδα» του 2004 και κάπου ανάμεσα στα επεισόδια που ξεκίνησαν απ' το πεσμένο μηχανάκι του Ολυμπισμού και κατέληξαν στο σχέδιο «Κόροιβος», άπαντες εμπεδώσαμε το γεγονός ότι ο κ. Χρ. Ιακώβου έχει κοινές προπονητικές εμπειρίες με το Χ. Τζέκο, του οποίου ο Γ. Παναγιωτόπουλος υπήρξε αθλητής. Οσο για τους φετινούς ντοπαρισμένους... αν εξαιρέσουμε τον Γ. Δρυμωνάκο που τίποτε δεν μοιάζει να τον συνδέει με τους υπόλοιπους, ο Δ. Ρέγας και η Φανή Χαλκιά έχουν τον ίδιο προπονητή, τον οποίο είχε μέχρι πριν από λίγο καιρό και ο Τ. Γκούσης: τον Γ. Παναγιωτόπουλο, ο οποίος τώρα περνά απ' το μικροσκόπιο της ΔΟΕ.

Βεβαίως, δεν πρόκειται για καινούργιο φαινόμενο. Απ' το 1984 που η πρωταθλήτρια Ευρώπης του ακοντισμού Αννα Βερούλη βρέθηκε θετική σε ναδρολόνη, 32 Ελληνες αθλητές του στίβου έχουν γραφτεί στα μαύρα κατάστιχα της παγκόσμιας ομοσπονδίας είτε για χρήση αναβολικών, είτε γιατί αρνήθηκαν να περάσουν από έλεγχο - οι 23 απ' αυτούς, μάλιστα, πιάστηκαν μετά το 1996 οπότε και άρχισαν να πληθαίνουν τα ελληνικά μετάλλια. Αλλά προφανώς, η λάμψη του χρυσού ήταν τόσο εκτυφλωτική, που ουδείς επιθυμούσε να στρέψει το βλέμμα του προς τη σκοτεινή πλευρά των μεταλλίων - ούτε το κράτος, ούτε και οι ίδιοι οι αθλητές.

Πολύ ισχυρό κίνητρο

Βλέπετε, το κίνητρο για τους τελευταίους ήταν εξαιρετικά ισχυρό: πριν από το '90, οι αθλητές του στίβου έκαναν μία φορά τη μέρα προπόνηση αφού αναγκαστικά είχαν και δεύτερη δουλειά για να τα βγάζουν πέρα. Αν παρά ταύτα κάποιος γινόταν Ολυμπιονίκης, το κράτος του έδινε ως δώρο μια θέση στο Δημόσιο, ή μία άδεια για βενζινάδικο. Μετά το 2000, όμως, ο νόμος (που πρόκειται τώρα να αλλάξει) προέβλεπε για τους ολυμπιονίκες πριμ από την 8η μέχρι την 1η θέση από 30.000 ώς 190.000 ευρώ, βαθμό αξιωματικού στον στρατό, άδεια πρακτορείου ΠΡΟΠΟ, και εισαγωγή σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Αν σε αυτά προσθέσετε τα έξτρα έσοδα απ' τους σπόνσορες, αντιλαμβάνεσθε πόσο δύσκολο ήταν να πει κανείς «όχι» στα αναβολικά. Οπερ ισχύει και για την άρση βαρών.

Εν έτει 1979, ο ίδιος ο Χρ. Ιακώβου ως αθλητής τότε κατήγγειλε πως ο Πολωνός προπονητής της εθνικής ομάδας Μ. Στέπιεν κι ο βοηθός του Β. Συμεωνίδης χορηγούσαν στους αρσιβαρίστες παράνομες ουσίες, εξ ου και η Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητας τελείωσε την καριέρα αμφοτέρων εν μία νυκτί. Ο επόμενος επισήμως εγγεγραμμένος στη λίστα του ντόπινγκ έμελλε να είναι, πέντε χρόνια αργότερα, ο Σ. Γραμματικόπουλος, που βρέθηκε θετικός στους Ολυμπιακούς του Λος Αντζελες, ενώ λίγο πριν απ' αυτόν πιάστηκε και αποκλείστηκε απ' την αποστολή και ο Δ. Ζαρζαβατσίδης.

Απ' το 1996 και μετά, τη χρονιά δηλαδή που ξεκινούν οι μεγάλες επιτυχίες της άρσης βαρών, αυξάνονται γεωμετρικώς και τα κρούσματα ντόπινγκ: είναι η χρονιά που ο Χ. Κωνσταντινίδης κατηγορεί από τηλεοράσεως τον ίδιο το Χ. Ιακώβου πως ντοπάρει τους αθλητές του, για να του ζητήσει συγγνώμη μερικές ημέρες αργότερα. Το 1997 η παγκόσμια πρωταθλήτρια Γιώτα Αντωνοπούλου συλλαμβάνεται θετική απ' την ΕΟΑΒ μαζί με την Ελένη Κυσσίδου, το 2001 στη μαύρη λίστα μπαίνουν άλλες δύο 17χρονες αρσιβαρίστριες, η Αθ. Κοχλιαρίδου και η Βασιλική Κασάπη, το 2002 πιάνεται και ο πρωταθλητής στα 94 κιλά Γκ. Κάλκας, για να καταλήξουμε στο σίριαλ με τον Λεωνίδα Σαμπάνη στους Ολυμπιακούς του 2004, που εν μέσω κλαυθμών αναγκάσθηκε να παραδώσει το μετάλλιό του στη ΔΟΕ.

Αλλά ως γνωστόν, η λάμψη των μεταλλίων είναι εκτυφλωτική: έπρεπε να βρεθεί ολόκληρη η ομάδα της άρσης βαρών ντοπαρισμένη εφέτος τον Απρίλιο για να κινητοποιηθούν οι αρμόδιοι. Μέχρι τότε, ίσχυε ο βασικός κανόνας που διέπει τα κακώς κείμενα στην ημεδαπή: «Οσο προφανές και να είναι κάτι, αν δεν σε συμφέρει μπορείς πάντα να το αγνοείς»...

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,ΤΟ ΒΗΜΑ

 

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα