Τι είναι η διπολική διαταραχή: Αίτια και συμπτώματα

26-02-24 | Υγεία

Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για την διπολική διαταραχή.

Η διπολική διαταραχή (παλαιότερα γνωστή ως μανιοκατάθλιψη) είναι μια ψυχική διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλες και συχνά απότομες αλλαγές στην διάθεση.

Οι αλλαγές αυτές μπορεί να κυμαίνονται από την κατάθλιψη στην μανία (αυξημένη ευφορία ή ευερέθιστη διάθεση). Τα συναισθήματα αυτά μπορεί να οδηγήσουν τον ασθενή να προβεί σε πράξεις που φαίνονται ακατανόητες στον κοινωνικό του κύκλο και να επηρεάσουν αρνητικά την καθημερινότητά του.

Πρόκειται για μια αρκετά κοινή ψυχική νόσο, καθώς σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ, περίπου το 2,8% των ενηλίκων (περίπου 5 εκατ. Αμερικανοί, δηλαδή) έχουν διαγνωστεί με διπολική διαταραχή.

Καθώς πρόκειται για μια αρκετά περίπλοκη διαταραχή, η οποία έχει διάφορα κοινά χαρακτηριστικά με άλλες νόσους, οι ασθενείς συχνά καθυστερούν να λάβουν την σωστή διάγνωση, η οποία κατά μέσο όρο έρχεται 5 – 10 χρόνια μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.

Διπολική διαταραχή – Αίτια

Τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση της διπολικής διαταραχής δεν είναι πάντα ξεκάθαρα, καθώς συνήθως παρατηρείται ένας συνδυασμός διαφορετικών παραγόντων, όπως:

Συμπτώματα διπολικής διαταραχής

Υπάρχουν 3 βασικοί τύποι της διπολικής διαταραχής: η διπολική διαταραχή τύπου I, η διπολική διαταραχή τύπου II και η κυκλοθυμία.

Η διπολική χαρακτηρίζεται κυρίως από μια εναλλαγή μεταξύ των παρακάτω:

Για να λάβετε διάγνωση διπολικής διαταραχής θα πρέπει να έχετε τουλάχιστον ένα επεισόδιο μανίας ή υπομανίας (κατάσταση παρόμοια αλλά λιγότερο έντονη από την μανία). Η διάρκεια, η συχνότητα και η ένταση των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο της διπολικής διαταραχής.

Εάν υποψιάζεστε ότι πάσχετε από διπολική διαταραχή είναι απαραίτητο να επικοινωνήσετε άμεσα με ψυχίατρο, ο οποίος θα αξιολογήσει την κατάσταση και θα σας δώσει τις απαραίτητες οδηγίες. Αν και η διπολική διαταραχή μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ζωή σας, υπάρχουν τρόποι διαχείρισης οι οποίοι όχι μόνο οδηγούν στην βελτίωση των συμπτωμάτων, αλλά και σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής.

Πηγή: healthstat.gr