Τα φαντάσματα του Facebook. Ιστορίες από το ψηφιακό μας Καθαρτήριο

Τον Κ δεν τον είχα γνωρίσει στην πραγματική ζωή. Ήταν ένας από τους φίλους του φέισμπουκ με τους οποίους έχω μια τυπική, αξιοπρεπή σχέση. Είχα πατήσει like σε κάποιες αναρτήσεις του, είχε κάνει το ίδιο σε κάποιες δικές μου. Είχαμε ανταλλάξει ευχές στα γενέθλιά μας, τον είχα συγχαρεί για μια επαγγελματική του διάκριση, μου είχε γράψει «καλοτάξιδο» όταν εκδόθηκε ένα βιβλίο μου. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, κάτι είχε πάθει και του ευχηθήκαμε όλοι σιδερένιος. Ώσπου μια μέρα, η εφαρμογή μού εμφάνισε την ανάρτηση ενός κοινού μας φίλου στον τοίχο του: «Γιατί ρε φίλε;».

Μπήκα κι εγώ στο προφίλ του για να μάθω τι συνέβη και ανακάλυψα πως ο άνθρωπος είχε πεθάνει. Όπως πεθαίνουν καθημερινά οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, όπως θα πεθάνουμε κάποτε και εμείς. Με τη διαφορά πως βρισκόμασταν στα χωράφια των σόσιαλ μίντια οπότε έπρεπε να ακολουθηθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό: «Καλό ταξίδι», έγραφαν στον τοίχο του οι φίλοι. «Θα μας λείψεις», «Θα σε θυμόμαστε πάντα». Κάποιοι είχαν κολλήσει στίκερς με μαύρα κορδελάκια, άλλοι φωτογραφίες με λευκά τριαντάφυλλα. Βροχή τα likes κάτω από κάθε ανάρτηση.

Αν το καλοσκεφτείς, τέτοιες ψηφιακές εκδηλώσεις λύπης δεν διαφέρουν και πολύ από τις συμβατικές. Από την ίδια αφετηρία ξεκινούν και παρόμοιες διαδρομές ακολουθούν μέχρι να φτάσουν στους παραλήπτες. Όμως, όπως και να έχει, το πέρασμα του πένθους από τις ψηφιακές εφαρμογές αφήνει πίσω του κάτι το κωμικοτραγικό -σαν να διαβάζεις σενάριο των αδελφών Κοέν. Αρκεί να κάνεις μια μικρή έρευνα και θα πέσεις στα σίγουρα πάνω σε διαμάντια: Χρήστες που, αγνοώντας τον θάνατο του «φίλου» τους, εξακολουθούν, σε κάθε γενέθλια, να του εύχονται «πολύχρονος» και «να μας ζήσεις». Άλλοι που δέχονται άξαφνα ευχαριστήριο pm από τον μακαρίτη και τους κόβονται τα ήπατα μέχρι να καταλάβουν πως το προφίλ το χειρίζεται πλέον κάποιος στενός συγγενής. Timelines γεμάτα με αστειάκια του συρμού που από τη μια στιγμή στην άλλη μετατρέπονται σε κηδειόχαρτα και βιβλία συλλυπητηρίων.

Ο Μαύσωλος έχτιζε τον μεγαλόπρεπο τάφο του πολλά χρόνια πριν πεθάνει, ώστε η μνήμη του να μείνει στους αιώνες με τον τρόπο ακριβώς που επιθυμούσε. Έτσι κι εμείς, στήνουμε στα σόσιαλ μίντια μια εξιδανικευμένη εκδοχή του εαυτού μας (φωτογραφίες που μας κολακεύουν, ρεκλάμες για τα έργα και τις ημέρες μας, αναρτήσεις που διαλαλούν πόσο εντάξει τύποι είμαστε) ώστε να βγαίνουμε ασπροπρόσωποι στο πάρε δώσε με τους άλλους. Και αν –χτύπα ξύλο- συμβεί το κακό, πάλι καλυμμένοι είμαστε. Το προφίλ μας θα μετατραπεί σε μαυσωλείο, παρατείνοντας την παρουσία μας στον παγκόσμιο ιστό.

Πριν από καιρό, ένας φίλος μου διηγήθηκε μια ιστορία με πρωταγωνίστρια μια δική του διαδικτυακή φίλη –μια Ιταλίδα ονόματι Κιάρα. Η Κιάρα έχασε κάποια στιγμή τη μητέρα της. Έγινε κανονικά η κηδεία και λίγες εβδομάδες μετά δέχτηκε μια κλήση από την Πολεοδομία. Έπρεπε να τακτοποιήσει ένα ζήτημα σχετικό με το σπίτι της μακαρίτισσας, σε ένα χωριό κοντά στο Ρίμινι. Για να τσεκάρουν λοιπόν την ακριβή θέση του ακινήτου, μπήκαν μαζί με τον υπάλληλο της υπηρεσίας στο Google Earth, εντόπισαν το χωριό, βρήκαν το σπίτι και ζούμαραν πάνω του. Για κάποιο λόγο πάτησαν και την εφαρμογή street view και τότε η Κιάρα αντίκρισε στην οθόνη τη μητέρα της να κάθεται στο πεζουλάκι δίπλα στην εξώπορτα.

Δεν ήταν παρά μια φωτογραφία. Μια αντανάκλαση της στιγμής που καταγράφηκε όταν η μητέρα ήταν ακόμη εν ζωή και το αυτοκίνητο με τις κάμερες περνούσε από τον συγκεκριμένο δρόμο. Όμως η Κιάρα βρισκόταν ακόμη στην ιδιαίτερη εκείνη συνθήκη του πένθους, η οποία τυλίγει τα πάντα με μια μεταφυσική αύρα. Ερμήνευσε λοιπόν το τυχαίο γεγονός σαν ένα σημάδι πως η μητέρα της βρισκόταν στο Καθαρτήριο -στον τόπο όπου σύμφωνα με το καθολικό δόγμα παραμένουν οι ψυχές μέχρι να γίνουν δεκτές στον Παράδεισο.

Από εκείνη τη μέρα, έμπαινε συχνά στην εφαρμογή και έβλεπε τη μαμά της να κάθεται, πάντα γαλήνια, στο πεζουλάκι της. Κάπου έναν χρόνο αργότερα, όταν μπήκε για να ρίξει μια βιαστική ματιά, ανακάλυψε πως το είδωλο είχε εξαφανιστεί. Φαίνεται πως το αυτοκίνητο της εταιρίας είχε περάσει ξανά από το χωριό για να καταγράψει μια ανανεωμένη όψη των δρόμων, στέλνοντας τις προηγούμενες εικόνες σε κάποια μαύρη τρύπα του κυβερνοχώρου. Η μαμά της Κιάρα είχε διαβεί, επιτέλους, τις πύλες του Παραδείσου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα