Boyhood: Ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό πείραμα

Πάνε λίγοι μήνες τώρα, που η νέα ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ περιηγείται σε Φεστιβάλ και κινηματογραφικές αίθουσες ανά τον κόσμο κι οι κουβέντες περί αριστουργήματος δε λένε να κοπάσουν.

Το “Boyhood” όμως, όντας περισσότερο ένα κινηματογραφικό πείραμα παρά μια άρτια κινηματογραφική κατασκευή, διαθέτει αρκετές αδυναμίες που σε άλλη περίπτωση ίσως και να χαντάκωναν το τελικό αποτέλεσμα και να έκαναν τους κριτικούς να στραβώνουν τη μούρη, δύσπιστοι για τις φήμες που προηγήθηκαν της ταινίας.

Είναι άραγε τόσο δυνατή μια επικοινωνιακή αλυσιδωτή αντίδραση και η τάση μας να “καβαλάμε το κύμα” ή ο Λινκλέιτερ βρήκε μια μαγική ισορροπία μεταξύ των ατελειών και των αρετών του δημιουργήματός του;

Η υπόθεση

Μέσα από μια συρραφή σύντομων περιόδων στη ζωή ενός πιτσιρικά απ' το Τέξας που εκτείνονται απ' τα 6 έως τα 18 του χρόνια, παρακολουθούμε το πέρασμα του απ' την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση.

Η κριτική

Σ' αυτήν την εποχή της υπερπληροφόρησης θα ήταν σχεδόν αδύνατο να μη γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων περι τίνος πρόκειται, ότι δηλαδή, ο Λινκλέιτερ γύρισε την ταινία του σε ένα διάστημα 12 χρόνων —κάνοντας ετήσια γυρίσματα— με έναν πρωταγωνιστή που έχει ακριβώς την ηλικία του ήρωα, μεγάλωσε δηλαδή παράλληλα με τον χαρακτήρα του. Το ίδιο ισχύει, προφανώς, και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς και συντελεστές οι οποίοι επέστρεφαν κάθε χρόνο στο πλατό μέχρι να ολοκληρωθεί το πρότζεκτ. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της ταινίας που, υποθέτω, ότι κάνει και τη διαφορά μιας και αν γυριζόταν με παραδοσιακό τρόπο —κάτι που προφανώς δεν θα “χαλούσε” κανέναν θεατή— η υποδοχή και η κριτική θα ξεκινούσαν από άλλη βάση.

Η έννοια του χρόνου, της αντίληψης και της εμπειρίας του είναι κάτι που έχει απασχολήσει τον τεξανό δημιουργό ουκ ολίγες φορές στην πολυετή καριέρα του. Όμως, όπως και να το κάνουμε, παραμένει μια έννοια φιλοσοφική όσο και φυσική, την οποία ελάχιστοι από εμάς —και ο Λινκλέιτερ δεν αρνείται ότι είναι ένας από εμάς— μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως, πόσο μάλλον να αναλύσουμε την εμπειρία της και να την κάνουμε “λιανή” σε ένα ευρύ κοινό που έρχεται να δει σινεμά, να ψυχαγωγηθεί, να ταυτιστεί και να συγκινηθεί. Έτσι λοιπόν, ο δημιουργός κάνει το αμέσως επόμενο δυνατό, “ψάχνεται” ο ίδιος σε κοινή θέα και μας κάνει κοινωνούς των υποθέσεων εργασίας και των πειραμάτων του.

Ένα τέτοιο ήταν π.χ. η τριλογία “Before...”, όπου συναντούμε τους δύο ήρωες —που έχουν την ηλικία των δύο ηθοποιών— τρεις φορές με απόσταση 6 χρόνων και τους παρακολουθούμε να βιώνουν τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής και της σχέσης τους. Απλώς, εκεί δε γνωρίζαμε ότι παρακολουθούμε ένα πείραμα κι έτσι αφεθήκαμε στην κινηματογραφική εμπειρία. Το “Boyhood” είναι κάτι άλλο. Είναι το αποτέλεσμα ενός πειράματος που, εκ των πραγμάτων, δε θα μπορούσαμε να έχουμε παρακολουθήσει και το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον ίσως υπερισχύει του ψυχαγωγικού. Για τους κριτικούς αυτό περισσότερο παρά για το κοινό, το οποίο όμως παρασύρεται εύκολα απ' το ενδεχόμενο να αντιληφθεί το μεγαλειώδες εκεί που έχει προηγουμένως ακούσει ότι βρίσκεται. Αντίστοιχα, εύκολα δελεάζεται και να απορρίψει μια τέτοια υπόθεση ως φούσκα, χωρίς να της δώσει καμία ευκαιρία.

Τέλος πάντων, το “Boyhood” είναι εν τέλει μια κινηματογραφική ταινία κι εξ ολοκλήρου μυθοπλασία, ασχέτως της γνωστής σε όλους ιδιαιτερότητάς της, και ως τέτοια καλούμαστε να την βιώσουμε και να την κρίνουμε. Απ' αυτή την άποψη λοιπόν, πρόκειται για μια καταγραφή της παιδικής ηλικίας του Μέισον Τζούνιορ ή της ανάμνησης αυτής της παιδικής ηλικίας, κατά την προσφιλή συνήθεια του δημιουργού, απ' την τρυφερή ηλικία των 6 ετών —όταν και οι αναμνήσεις καταγράφονται πιο ζωντανά— έως την σημαδιακή ηλικία των 18. Οι αναμνήσεις λοιπόν, έτσι όπως συνυπάρχουν στο κεφάλι μας την ίδια στιγμή, αποτελούν το τέλειο παράδειγμα για την υπόθεση του Λινκλέιτερ ότι “όλα συμβαίνουν τώρα”, η πραγματικότητα όμως και οι απαιτήσεις μιας κινηματογραφικής αφήγησης τον προσγειώνουν απότομα σε μια συμβατική, γραμμική εξιστόρηση γεμάτη από κοινότοπες εξελίξεις και μετέωρα, μέσα στην αποσπασματική αφήγηση, περιστατικά που αντικαθιστούν τα μεγάλα “σινε-κλισέ” που επέλεξε να αποφύγει, όπως το πρώτο φιλί ή τα 16α γενέθλια.

Πηγή: www.in2life.gr

Πάνε λίγοι μήνες τώρα, που η νέα ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ περιηγείται σε Φεστιβάλ και κινηματογραφικές αίθουσες ανά τον κόσμο κι οι κουβέντες περί αριστουργήματος δε λένε να κοπάσουν. Το “Boyhood” όμως, όντας περισσότερο ένα κινηματογραφικό πείραμα παρά μια άρτια κινηματογραφική κατασκευή, διαθέτει αρκετές αδυναμίες που σε άλλη περίπτωση ίσως και να χαντάκωναν το τελικό αποτέλεσμα και να έκαναν τους κριτικούς να στραβώνουν τη μούρη, δύσπιστοι για τις φήμες που προηγήθηκαν της ταινίας. Είναι άραγε τόσο δυνατή μια επικοινωνιακή αλυσιδωτή αντίδραση και η τάση μας να “καβαλάμε το κύμα” ή ο Λινκλέιτερ βρήκε μια μαγική ισορροπία μεταξύ των ατελειών και των αρετών του δημιουργήματός του; Η υπόθεση Μέσα από μια συρραφή σύντομων περιόδων στη ζωή ενός πιτσιρικά απ' το Τέξας που εκτείνονται απ' τα 6 έως τα 18 του χρόνια, παρακολουθούμε το πέρασμα του απ' την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Η κριτική Σ' αυτήν την εποχή της υπερπληροφόρησης θα ήταν σχεδόν αδύνατο να μη γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων περι τίνος πρόκειται, ότι δηλαδή, ο Λινκλέιτερ γύρισε την ταινία του σε ένα διάστημα 12 χρόνων —κάνοντας ετήσια γυρίσματα— με έναν πρωταγωνιστή που έχει ακριβώς την ηλικία του ήρωα, μεγάλωσε δηλαδή παράλληλα με τον χαρακτήρα του. Το ίδιο ισχύει, προφανώς, και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς και συντελεστές οι οποίοι επέστρεφαν κάθε χρόνο στο πλατό μέχρι να ολοκληρωθεί το πρότζεκτ. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της ταινίας που, υποθέτω, ότι κάνει και τη διαφορά μιας και αν γυριζόταν με παραδοσιακό τρόπο —κάτι που προφανώς δεν θα “χαλούσε” κανέναν θεατή— η υποδοχή και η κριτική θα ξεκινούσαν από άλλη βάση. Η έννοια του χρόνου, της αντίληψης και της εμπειρίας του είναι κάτι που έχει απασχολήσει τον τεξανό δημιουργό ουκ ολίγες φορές στην πολυετή καριέρα του. Όμως, όπως και να το κάνουμε, παραμένει μια έννοια φιλοσοφική όσο και φυσική, την οποία ελάχιστοι από εμάς —και ο Λινκλέιτερ δεν αρνείται ότι είναι ένας από εμάς— μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως, πόσο μάλλον να αναλύσουμε την εμπειρία της και να την κάνουμε “λιανή” σε ένα ευρύ κοινό που έρχεται να δει σινεμά, να ψυχαγωγηθεί, να ταυτιστεί και να συγκινηθεί. Έτσι λοιπόν, ο δημιουργός κάνει το αμέσως επόμενο δυνατό, “ψάχνεται” ο ίδιος σε κοινή θέα και μας κάνει κοινωνούς των υποθέσεων εργασίας και των πειραμάτων του. Ένα τέτοιο ήταν π.χ. η τριλογία “Before...”, όπου συναντούμε τους δύο ήρωες —που έχουν την ηλικία των δύο ηθοποιών— τρεις φορές με απόσταση 6 χρόνων και τους παρακολουθούμε να βιώνουν τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής και της σχέσης τους. Απλώς, εκεί δε γνωρίζαμε ότι παρακολουθούμε ένα πείραμα κι έτσι αφεθήκαμε στην κινηματογραφική εμπειρία. Το “Boyhood” είναι κάτι άλλο. Είναι το αποτέλεσμα ενός πειράματος που, εκ των πραγμάτων, δε θα μπορούσαμε να έχουμε παρακολουθήσει και το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον ίσως υπερισχύει του ψυχαγωγικού. Για τους κριτικούς αυτό περισσότερο παρά για το κοινό, το οποίο όμως παρασύρεται εύκολα απ' το ενδεχόμενο να αντιληφθεί το μεγαλειώδες εκεί που έχει προηγουμένως ακούσει ότι βρίσκεται. Αντίστοιχα, εύκολα δελεάζεται και να απορρίψει μια τέτοια υπόθεση ως φούσκα, χωρίς να της δώσει καμία ευκαιρία. Τέλος πάντων, το “Boyhood” είναι εν τέλει μια κινηματογραφική ταινία κι εξ ολοκλήρου μυθοπλασία, ασχέτως της γνωστής σε όλους ιδιαιτερότητάς της, και ως τέτοια καλούμαστε να την βιώσουμε και να την κρίνουμε. Απ' αυτή την άποψη λοιπόν, πρόκειται για μια καταγραφή της παιδικής ηλικίας του Μέισον Τζούνιορ ή της ανάμνησης αυτής της παιδικής ηλικίας, κατά την προσφιλή συνήθεια του δημιουργού, απ' την τρυφερή ηλικία των 6 ετών —όταν και οι αναμνήσεις καταγράφονται πιο ζωντανά— έως την σημαδιακή ηλικία των 18. Οι αναμνήσεις λοιπόν, έτσι όπως συνυπάρχουν στο κεφάλι μας την ίδια στιγμή, αποτελούν το τέλειο παράδειγμα για την υπόθεση του Λινκλέιτερ ότι “όλα συμβαίνουν τώρα”, η πραγματικότητα όμως και οι απαιτήσεις μιας κινηματογραφικής αφήγησης τον προσγειώνουν απότομα σε μια συμβατική, γραμμική εξιστόρηση γεμάτη από κοινότοπες εξελίξεις και μετέωρα, μέσα στην αποσπασματική αφήγηση, περιστατικά που αντικαθιστούν τα μεγάλα “σινε-κλισέ” που επέλεξε να αποφύγει, όπως το πρώτο φιλί ή τα 16α γενέθλια.

Διαβάστε περισσότερα στο: http://www.in2life.gr/culture/cinema/article/347518/boyhood.html
Πηγή: www.in2life.gr
Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα