Η συγκλονιστική μαρτυρία του επιζώντα του μοιραίου ασθενοφόρου

Την πρώτη φορά ήταν το 2003, όταν στο διασώστη του ΕΚΑΒ διαγνώστηκε καρκίνος στο θώρακα. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή και η ανάγκη να εισαχθεί άμεσα στο νοσοκομείο «Σωτηρία» της Αθήνας για εγχείριση ήταν επιβεβλημένη. Μόνο που επειδή το νοσοκομείο ήταν Ολυμπιακό και είχε επιταχθεί για τις ανάγκες των αγώνων της Αθήνας δεν είχε αναισθησιολόγο κι εκεί ο φίλος του Δημήτρης Βουρβαχάκης, χωρίς δεύτερη σκέψη, έσωσε για πρώτη φορά το Νίκο Μυρωδιά.

Πήρε το αεροπλάνο για την Αθήνα, μπήκε στο χειρουργείο, έκανε την αναισθησία και αφού πήρε μαζί του όλα τα στοιχεία της βιοψίας επέστρεψε στο Ηράκλειο. Το ημερολόγιο της σωτηρίας του Μυρωδιά έγραφε 12 Δεκεμβρίου, όπως και πριν από 13 μέρες. Τότε και πάλι ένα σπρώξιμο του Δημήτρη Βουρβαχάκη έσωσε τη ζωή του φίλου του Νίκου αλλά δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει τον ίδιο στη ζωή.

Και αυτό ο Νίκος δεν το αντέχει και ξεσπάει σε κλάματα στη συγκλονιστική κατάθεση ψυχής που έκανε στο Cretalive περιγράφοντας τα πέντε λεπτά που άλλαξαν για πάντα τη ζωή του! «Γιατί να τον πάρει ο Θεός και ν΄αφήσει εμένα» λέει για τον Δημήτρη Βουρβαχάκη. «Τι τη θέλω τη ζωή ας μ΄έπαιρνε και μένα ο Θεός να μην υποφέρω, ας μας έπαιρνε και τους τρεις μαζί» λέει με αναφιλητά!

Στην αφήγηση του, για πρώτη φορά μετά τον εφιάλτη που πέρασε, είναι καταιγιστικός και ξετυλίγει καρέ-καρέ όσα συνέβησαν εκείνο το πρωινό. «Ήμουν υπεύθυνος για την εκπαίδευση των διασωστών στα σχολεία και συνήθως έρχονταν εκείνα σε μας. Ο Δημήτρης ήθελε να πάμε στο συγκεκριμένο σχολείο επειδή ήταν εκείνο που είχε αποφοιτήσει και μου το ζήτησε σαν χάρη. 20 μέρες πριν, μου είχε ζητήσει να το προγραμματίσω. Όλη την εβδομάδα ήμουν φουλ και το μοναδικό κενό ήταν στις 12 του μήνα».

Ήταν η πρώτη μοιραία σύμπτωση για εκείνη τη μέρα αλλά όχι και η μοναδική. «Βάλε Ρέθυμνο» μου είπε όπως και έγινε. «Το πρωί πήγα πρώτος στο ΕΚΑΒ. Έβαλα μπροστά τη μηχανή κι άρχισα να ζεσταίνω το Ρενώ. Σε λίγο ήλθε και ο Δημήτρης. Ο Βαγγέλης καθυστερούσε και ο Βουρβαχάκης μου ζήτησε να τον αφήσουμε και να φύγουμε. Εγώ του είπα να τον περιμένουμε γιατί με είχε πάρει δύο φορές από το δρόμο να μην ξεκινήσουμε αν δεν έλθει». Ήταν η δεύτερη σύμπτωση της ημέρας, μοιραία κι αυτή για το διασώστη από το Θραψανό. «Τελικά αφού ήλθε και ο Κελάρης φύγαμε με μικροκαθυστέρηση αλλά μες την καλή χαρά με πειράγματα και κέφι όπως κάναμε κάθε φορά!»

Λίγο μετά την Παντάνασσα το αμάξι χάλασε - η τρίτη και πιο μοιραία σύμπτωση της ημέρας - και ειδοποίησαν το τεχνικό συνεργείο να στείλουν το εφεδρικό αυτοκίνητο. Όπως μάλιστα λέει ο Μυρωδιάς ζήτησε από τον Κελαράκη, σαν πιο παλιός να οδηγήσει εκείνος το ασθενοφόρο, αλλά δεν ήθελε αφού προτιμούσε να κάτσει στην άκρα, όπως έλεγε για να πειράζει το Βουρβαχάκη. Κι αφού ξαποσταίνει για λίγο κορυφώνει την αφήγηση του για τα πέντε πιο εφιαλτικά λεπτά που του σημάδεψαν τη ζωή.

«Δεν κράτησε ούτε 1,5 λεπτό. Ίσα - ίσα που είχα προλάβει να αλλάξω ταχύτητα από τη δευτέρα στην τρίτη. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα αυτοκίνητο να χάνει τον έλεγχο και να έρχεται φέτα με το πλάι πάνω μου. Κόβω δεξιά και νιώθω το χτύπημα από τη σύγκρουση κι αμέσως μετά νιώθω και το δεύτερο χτύπημα από το κράσπεδο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να συνθλίβομαι και έβλεπα την κάπνα και τη θολούρα μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου».

Η περιγραφή του συγκλονίζει: «Βλέπω το αυτοκίνητο να λαμπαδιάζει απ’ έξω και μηχανικά ακουμπάω τα χέρια μου στο θρυμματισμένο παρμπρίζ αλλά τα τράβηξα αμέσως καθώς κάηκα. Κοιτάζω προς το παραθυράκι του οδηγού, το μόνο σημείο που δεν έδειχνε να έχει αρπάξει φωτιά και τότε ακούω τον Βουρβαχάκη να μου φωνάζει. Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του: «Νίκο τραβήξου βγες». Και με σπρώχνει προς τα πάνω με τα πόδια του, αφού εγώ δεν ένιωθα καθόλου τα δικά μου πόδια».

Για δεύτερη φορά, όπως κι εκείνο το πρωινό της 12ης Δεκεμβρίου του 2003 ο Βουρβαχάκης σώζει τη ζωή του Νίκου Μυρωδιά.

Kαι συνεχίζει λέγοντας: «Βγαίνω από το παραθυράκι μέχρι τους ώμους και εκείνη τη στιγμή νιώθω να καίγομαι στην πλάτη και στο σβέρκο. Και τότε, μια στιγμή που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, βλέπω απέναντι στο δρόμο τρεις ανθρώπους και τους λέω βγάλτε μας έξω καιγόμαστε. Εκείνοι δίστασαν κι απογοητεύτηκα, κι είπα από μέσα μου "πάει Νίκο τελειώσαμε"! Ξαφνικά κι ενώ έχω ήδη παραδοθεί, νιώθω δύο χέρια, τα χέρια του Θεού όπως λέω, να προσπαθούν να με ξεσφηνώσουν. Με τραβήξανε και με πετάξανε στο πρανές του δρόμου. Βλέπω κόσμο να πλησιάζει και να με ρωτάει αν είχε κι άλλους μέσα το ασθενοφόρο. Είναι άλλοι δύο μέσα - τους λέω. Τότε άλλα δύο χέρια με ξαναπιάνουνε και με μετακινούν μακριά από το ασθενοφόρο και με σώζουν οριστικά γιατί αν δε με έπαιρναν θα λαμπάδιαζα κι εγώ όταν έγιναν, λίγα δευτερόλεπτα μετά, οι απανωτές εκρήξεις. Την πρώτη λάμψη δεν την είδα αλλά την ένιωσα. Τη δεύτερη την είδα και κατάλαβα πως το αμάξι καταστράφηκε ολοσχερώς αλλά πίστευα πως οι δύο φίλοι μου είχαν προλάβει να βγούνε έξω και πως τους είχαν τραβήξει όπως και μένα».

Τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο για το Νίκο Μυρωδιά. Οι εφιαλτικές μνήμες κάθε βράδυ στοιχειώνουν τον ύπνο του που δεν μπορούσε να είχε κάνει κάτι για να σώσει τους δύο φίλους του. Και βέβαια μια ημερομηνία, η 12η Δεκεμβρίου, που του χάραξε για πάντα τη ζωή.

Ακολουθήστε το Madata.GR στο Google News Madata.GR in Google News

Δείτε ακόμα